Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παναώριος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παναώριος -ον [πᾶς, ἀώριος] [[veel te vroeg stervend]].
|elnltext=παναώριος -ον [[[πᾶς]], [[ἀώριος]]] [[veel te vroeg stervend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:59, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνᾰώριος Medium diacritics: παναώριος Low diacritics: παναώριος Capitals: ΠΑΝΑΩΡΙΟΣ
Transliteration A: panaṓrios Transliteration B: panaōrios Transliteration C: panaorios Beta Code: panaw/rios

English (LSJ)

ον, doomed to an untimely end, ἀλλ' ἕνα παῖδα τέκεν π. Il.24.540; π. ῥυτίς AP5.263.5 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 457] ganz unzeitig; παῖς, der zu einem ganz unzeitigen, zu frühen Tode bestimmt ist, Il. 24, 540; vgl. Paul. Sil. 10 (V, 264).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ravi par une mort tout à fait prématurée.
Étymologie: πᾶν, ἀώριος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παναώριος -ον [πᾶς, ἀώριος] veel te vroeg stervend.

Russian (Dvoretsky)

πᾰναώριος:
1 обреченный на безвременную смерть, недолговечный (παῖς Hom.);
2 преждевременный (ῥυτίς Anth.).

English (Autenrieth)

(ὥρη): all-untimely, ‘to die an untimely death,’ Il. 24.540†.

Greek Monolingual

παναώριος, -ον (Α) πανάωρος
1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα, ο προορισμένος σε πρόωρο τέλος
2. (για πράγματα) αυτός που εμφανίζεται πολύ πρόωρα, εντελώς άωρος, πολύ πρόωρος.

Greek Monotonic

πᾰναώριος: -ον (ἄωρος), εντελώς άμοιρος, ολότελα καταδικασμένος σε πρόωρο τέλος, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰώριος: -ον, παντελῶς ἀώριος, προωρισμένος εἰς πρόωρον τέλος, ἄμοιρος, ἀλλ’ ἕνα παῖδα τέκε παναώριον Ἰλ. Ω. 540˙ π. ῥυτὶς Ἀνθ. Π. 5. 264˙ - ὡσαύτως πανάωρος, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 313.

Middle Liddell

πᾰν-αώριος, ον, ἄωρος
all-untimely, doomed to an untimely end, Il., Anth.