εὐθύπορος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui va droit de l'avant;<br /><b>2</b> qui a un passage direct ; <i>particul.</i> dont les pores <i>ou</i> les conduites sont en ligne droite.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[πόρος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui va droit de l'avant]];<br /><b>2</b> qui a un passage direct ; <i>particul.</i> dont les pores <i>ou</i> les conduites sont en ligne droite.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[πόρος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:22, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθύπορος Medium diacritics: εὐθύπορος Low diacritics: ευθύπορος Capitals: ΕΥΘΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: euthýporos Transliteration B: euthyporos Transliteration C: efthyporos Beta Code: eu)qu/poros

English (LSJ)

ον, A going straight, of colour, Democr. ap. Thphr.Sens.73; τάσις, opp. μεταληπτική, Gal.10.443: metaph., straightforward, ἦθος Pl.Lg. 775d. II with a straight passage, κέρας Arist.Aud.802b11; with straight grain, of wood, Thphr.CP5.17.3 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1071] geradeausgehend, gerade, Theophr. u. Sp.; übertr., ἦθος Plat. Legg. VI, 775 d, wie unser Geradsinn. – Vom Holze, mit geradegehenden Poren, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui va droit de l'avant;
2 qui a un passage direct ; particul. dont les pores ou les conduites sont en ligne droite.
Étymologie: εὐθύς, πόρος.

Russian (Dvoretsky)

εὐθύπορος:
1 прямой, прямолинейный (κέρας Arst.);
2 движущийся прямолинейно (μόρια καὶ κινήματα Plut.);
3 прямой, прямодушный, открытый (ἦθος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύπορος: -ον, ὁ τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν πορευόμενος, μεταφ. εὐθύς, ἦθος Πλάτ. Νόμ. 775D. II. ἔχων εὐθὺν πόρον, κέρας Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 38· ἔχων εὐθεῖς πόρους, ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 3.

Greek Monolingual

εὐθύπορος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που πορεύεται κατευθείαν
2. (για ήθος) ομαλός, κόσμιος
3. αυτός που έχει ευθύ πέρασμα («εὐθύπορον κέρας», Αριστοτ.)
4. (για ξύλο) αυτός που έχει ευθεία διάταξη στις ίνες του.
επίρρ...
εὐθυπόρως (Μ)
κατευθείαν, σε ευθεία γραμμή («βαδίζων εὐθυπόρως καὶ ἀπλανῶς», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + πόρος «πέρασμα»].

Greek Monotonic

εὐθύπορος: -ον, αυτός που προχωρά σε ευθεία γραμμή· μεταφ., ευθύς, δίκαιος, τίμιος, ειλικρινής, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εὐθύ-πορος, ον
going straight: metaph. straightforward, Plat.