εὔλαλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 , .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[au beau langage]], [[disert]];<br /><b>2</b> qui parle beaucoup, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λαλέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[au beau langage]], [[disert]];<br /><b>2</b> [[qui parle beaucoup]], [[bavard]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λαλέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔλᾰλος Medium diacritics: εὔλαλος Low diacritics: εύλαλος Capitals: ΕΥΛΑΛΟΣ
Transliteration A: eúlalos Transliteration B: eulalos Transliteration C: eylalos Beta Code: eu)/lalos

English (LSJ)

ον, A sweetly-speaking, LXX Si.6.5; epithet of Apollo, AP9.525.6; of the Argo, Orph.A.244: metaph., of a wine-jar, AP9.229 (Marc.Arg.). II = εὔγλωσσος 11, LXX Jb.11.2.

German (Pape)

[Seite 1078] wohlredend, beredt, Orph. Arg. 246, Ἀργώ; Apollo, Hymn. (IX, 525, 6); sonst geschwätzig, von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); öfter in Anth.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 au beau langage, disert;
2 qui parle beaucoup, bavard.
Étymologie: εὖ, λαλέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔλαλος, -ον)
1. ευφραδής, εύγλωττος
2. αυτός που μιλά ή ηχεί γλυκά και ευάρεστα, γλυκόλαλος, μελωδικός
μσν.
φλύαρος
αρχ.
1. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, αυτός που λύνει τη γλώσσα
2. επίθ. του Απόλλωνος
3. επίθ. του Άργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λάλος, υποχωρητικός σχηματισμός του ρ. λαλώ].

Greek Monotonic

εὔλᾰλος: -ον, I. αυτός που μιλάει γλυκά, γλυκομίλητος, σε Ανθ.
II. = εὔγλωσσος II, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὔλᾰλος:
1 сладко говорящий (Ἀπόλλων Anth.);
2 (о вине), делающий красноречивым, развязывающий язык, (λάγυνος Anth.).

Middle Liddell

εὔ-λᾰλος, ον
I. sweetly-speaking, Anth.
II. = εὔγλωσσος II, Anth.