κόλλυβος: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[petite pièce de monnaie]];<br /><b>2</b> petit poids.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt sémit. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[petite pièce de monnaie]];<br /><b>2</b> [[petit poids]].<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt sémit. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:47, 30 November 2022
English (LSJ)
ὁ,
A small coin, κολλύβου for a doit, Ar.Pax 1200, Eup.233, Call.Fr.85: masc. acc. to Phryn. 404, Hsch.:—but neut. κόλλυβον, τό, Poll.9.72.
2 small gold weight, Thphr.Lap.46.
3 neut. pl. κόλλυβα, τά, small cakes (cf. κόλλαβος ΙΙ), Sch.Ar.Pl.768; cf. κόλλυβα· τρωγάλια, Hsch.
II κόλλυβος, ὁ, rate of exchange, IG12(5).817 (pl., Tenos, ii B.C.), SIG672.32 (Delph., ii B.C.); agio, Cic.Verr.2.3.78.181, Att.12.6.1, PFay.56.7 (ii A.D.), etc. (Cf. Hebr. ḥālap 'change', 'exchange'.)
German (Pape)
[Seite 1473] ὁ, kleine Münze, Scheidemünze, λεπτὸν νομισμάτιον, Poll. 9, 72; nach Hesych. ὁ ἐν τῷ χαλκῷ κεχαραγμένος βοῦς, an κολοβός erinnernd; προτοῦ οὐδεὶς ἐπρίατ' ἂν δρέπανον οὐδὲ κολλύβου, νυνὶ δὲ πεντήκοντα δραχμῶν αὔτ' ἐμπολῶ Ar. Pax 1166; Sp. Bes. das Aufgeld oder Agio beim Verwechseln fremder Geldsorten in einheimische, VLL. – Bei Theophr. ein kleines Gewicht für Gold.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 petite pièce de monnaie;
2 petit poids.
Étymologie: DELG pê emprunt sémit.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόλλυβος -ου, ὁ kleingeld.
Russian (Dvoretsky)
κόλλῠβος: ὁ перен. (ломаный) грош, полушка (οὐδεὶς ἐπρίατ᾽ ἂν οὐδὲ κολλύβου Arph.).
Greek Monolingual
ο (Α κόλλυβος)
1. νόμισμα μικρής αξίας
2. το κέρδος του κολλυβιστή το οποίο προέρχεται από ανταλλαγή νομίσματος
αρχ.
μικρό βάρος χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σημιτικό δάνειο, πρβλ. εβρ. hālap «συναλλαγή», hlp «ανταλλάσσω». Ο παράλληλος τ. κόλλυβον στον πληθ. έχει τη σημ. «μικρές στρογγυλές πίτες», πιθ. λόγω του σχήματός τους. Η σημ. αυτή επεκτάθηκε στη Νεοελληνική και σημαίνει μεταφορικά το βρασμένο σιτάρι που προσφέρουν στα μνημόσυνα. Τη λ., με τη σημ. αυτή, δανείστηκε η ρωσ., πρβλ. kόlivo. Τα ανθρωπωνύμια Κολλυβάς, Κολλυβίσκος είναι παρ. της λ. κόλλυβος.
Greek Monotonic
κόλλῠβος: ὁ,
1. μικρό κέρμα, κολλύβου αντί λεπτού, σε Αριστοφ.
2. στον πληθ., κόλλυβα, τά, μικρά στρογγυλά πλακούντια, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κόλλῠβος: ὁ, μικρὸν νόμισμα, κολλύβου ἀντὶ λεπτοῦ, «διὰ τίποτε», Ἀριστοφ. Εἰρ. 1200, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 5, Καλλ. ἐν Ἀποσπ. 85· ― ἀρσεν. παρὰ Φρυνίχ. 440, Ἡσύχ.· οὐδέτ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 72. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, κόλλυβα, τά, μικρὰ στρογγύλα πλακούντια (ἴδε κόλλαβος ΙΙ), Ἀριστοφ. Πλ. 768· «κόλλυβα· τρωγάλια» Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ κέρδος, τὸ ὁποῖον ἐπὶ τῇ ἀνταλλαγῇ τῶν νομισμάτων λαμβάνει ὁ ἀργυραμοιβὸς (κολλυβιστής), agio, Κικ. Verr. 3. 78, π. Ἀττ. 12, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2334. 4· καὶ ὁ Böckh διώρθωσεν: ἀκολλύβιστον, ἄνευ πληρωμῆς διὰ τὴν ἀνταλλαγήν, αὐτόθι 9. ΙΙΙ. μικρὸν βάρος χρυσοῦ, Θεοφρ. π. Λίθ. 46.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: m.
Meaning: small money (Ar., Eup., Call.), small gold weight (Thphr.); rate of exchange (hell., inscr., pap., Cic.).
Other forms: (-ον n. Poll. 9, 72)
Derivatives: κολλυβιστής money-changer (Men., NT, pap., *κολλυβίζω; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 68f., Chantraine Formation 320) with κολλυβιστικός and κολλυβιστήριον exchange-office (pap. a. Ostr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Semitic, cf. Hebr. ḥālap exchange (Lewy Fremdw. 119f. after Lagarde). - From κόλλυβα τρωγάλια H. (sch. Ar. Pl. 768; cf. κόλλαβος) Russ. etc. kólivo porridge, groats with resins, memory meal for a dead (Vasmer Wb. s. v. w. lit.). - The -υβ- (which cannot be explained from Hebr.) rather points to a Pre-Greek word.
Middle Liddell
κόλλῠβος, ὁ,
1. a small coin, κολλύβου for a doit, Ar.
2. in plural κόλλυβα, τά, small round cakes, Ar.
Frisk Etymology German
κόλλυβος: {kóllubos}
Forms: (-ον n. Poll. 9, 72)
Grammar: m.
Meaning: Scheidemünze (Ar., Eup., Kall.), kleines Goldgewicht (Thphr.); Wechselkurs, Aufgeld (hell. u. sp. Inschr. u. Pap., Cic.).
Derivative: Davon κολλυβιστής Geldwechsler (Men., NT, Pap., *κολλυβίζω; vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 68f., Chantraine Formation 320) mit κολλυβιστικός und κολλυβιστήριον Wechselstube (Pap. u. Ostr.).
Etymology: Semitisches LW, vgl. hebr. ḥālap Wechsel (Lewy Fremdw. 119f. nach Lagarde). — Aus κόλλυβα· τρωγάλια H. (Sch. Ar. Pl. 768; vgl. κόλλαβος) russ. usw. kólivo Brei, Grütze mit Rosinen, Gedächtnisessen für einen Verstorbenen (Vasmer Wb. s. v. m. Lit.).
Page 1,900