κορωνός: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> recourbé ; τὸ κορωνόν la courbe du bras, le coude;<br /><b>2</b> aux cornes recourbées.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κορώνη]]¹.
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> recourbé ; τὸ κορωνόν la courbe du bras, le coude;<br /><b>2</b> [[aux cornes recourbées]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[κορώνη]]¹.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:47, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνός Medium diacritics: κορωνός Low diacritics: κορωνός Capitals: ΚΟΡΩΝΟΣ
Transliteration A: korōnós Transliteration B: korōnos Transliteration C: koronos Beta Code: korwno/s

English (LSJ)

ή, όν, A curved, crooked, of the coronoid process of the jawbone, Hp.Art.30; βοῦς κ. with crumpled horns, Archil.39. II = γαῦρος, ὑψαυχενῶν, EM530.27; κορωνὰ βαίνειν, = κορωνιᾶν, Anacr.151.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 recourbé ; τὸ κορωνόν la courbe du bras, le coude;
2 aux cornes recourbées.
Étymologie: cf. κορώνη¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορωνός -ή -όν [~ κορώνη] gebogen. Hp.

Greek Monolingual

κορωνός, -ή, -όν (Α) κορώνη
1. (για το οστό του σαγονιού) καμπύλος, κυρτός
2. (για βόδια) αυτός πού έχει ελικοειδή κέρατα
3. γαύρος, υψαύχην
4. φρ. «κορωνά βαίνειν» — κορωνιᾱν, το να καμαρώνει κάποιος, να παίρνει στάση γεμάτη καμάρι (Ανακρ.).

Greek Monotonic

κορωνός: -ή, -όν, καμπυλωτός, κυρτός· με κυρτά κέρατα, σε Αρχίλ.

Greek (Liddell-Scott)

κορωνός: -ή, -όν, καμπύλος, κυρτός, ἐπὶ τοῦ ὀστοῦ τῆς σιαγόνος, Ἱππ. π. Ἄρθ. 797 βοῦς κ., ἔχων καμπύλα κέρατα, Ἀρχιλ. Ἀποσπ. 36· πρβλ. κορωνὶς Ι. 2, ἕλιξ. ΙΙ. = γαῦρος, ὑψαύχην (Ἐτυμολ. Μέγ. 270. 45), κορωνὰ βαίνειν = κορωνιᾶν Ἀνακρ. 148 πρβλ. κορωνίης.

Middle Liddell

κορωνός, ή, όν
curved, crooked: with crumpled horns, Archil.

German (Pape)

gekrümmt, gebogen; βοῦς, mit krummen Hörnern, wie ἕλιξ, Archil. frg. 8; aber EM. 530.28 erkl. ὑψαύχην, γαυριῶν. Vgl. κορωνιάω, κορώνη und κορωνίς.