ἐκπολεμέω: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "intr." to "intr.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> | |dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[impulsar]], [[suscitar la guerra]] χρὴ ... φανερώτερον ἐκπολεμεῖν Th.6.91.<br /><b class="num">2</b> en aor. [[comenzar la guerra]] ἐξεπολέμησαν ... πρὸς τοὺς Ῥαυκίους Plb.30.23.1.<br /><b class="num">3</b> [[guerrear, hacer la guerra]] ὁ θεὸς ὑμῶν ἐξεπολέμει ὑμῖν [[LXX]] <i>Io</i>.23.10.<br /><b class="num">II</b> [[tr]].<br /><b class="num">1</b> [[arrastrar a la guerra]] ἵν' ἐκπολεμήσειε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους X.<i>HG</i> 5.4.20 (cód.), en v. pas. τί λοιπόν, ἀλλ' ἢ ἐκπεπολεμῆσθαι πρὸς τὸν [[ἑαυτοῦ]] οἶκον; ¿qué queda, sino haberse visto arrastrado a una guerra contra su propia familia?</i> Philostr.<i>VA</i> 5.35, cf. Str.7.5.6, D.C.48.28.3.<br /><b class="num">2</b> [[derrotar]], [[vencer]] en v. pas. πάντων ἐκπολεμηθέντων πρὸς Ῥωμαίων τῶν ... βασιλέων cuando todos los reyes fueron derrotados por los romanos</i> I.<i>Ap</i>.2.134, πρὸς Ἀγρίππα App.<i>BC</i> 5.110, fig. ὑπὸ ... [[ἐμαυτοῦ]] ἐκπεπολεμημένος Gr.Thaum.<i>Pan.Or</i>.16.87<br /><b class="num">•</b>[[conquistar]] Κρήτην Str.10.4.9.<br /><b class="num">3</b> [[atacar]] πόλιν [[LXX]] <i>De</i>.20.10, αὐτούς I.<i>BI</i> 4.237, τοὺς τὴν ἄκραν φυλάττοντας I.<i>AI</i> 12.318. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:00, 30 November 2022
English (LSJ)
A provoke to war, ἵν' ἐκπολεμήσειε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους X.HG5.4.20 (codd. and Harp.), cf. Th.6.91:— Pass., ἐκπεπολεμῆσθαι πρὸς τὸν ἑαυτοῦ οἶκον Philostr.VA5.35. II go to war with, LXX De.20.10, al.
Spanish (DGE)
I intr.
1 impulsar, suscitar la guerra χρὴ ... φανερώτερον ἐκπολεμεῖν Th.6.91.
2 en aor. comenzar la guerra ἐξεπολέμησαν ... πρὸς τοὺς Ῥαυκίους Plb.30.23.1.
3 guerrear, hacer la guerra ὁ θεὸς ὑμῶν ἐξεπολέμει ὑμῖν LXX Io.23.10.
II tr.
1 arrastrar a la guerra ἵν' ἐκπολεμήσειε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους X.HG 5.4.20 (cód.), en v. pas. τί λοιπόν, ἀλλ' ἢ ἐκπεπολεμῆσθαι πρὸς τὸν ἑαυτοῦ οἶκον; ¿qué queda, sino haberse visto arrastrado a una guerra contra su propia familia? Philostr.VA 5.35, cf. Str.7.5.6, D.C.48.28.3.
2 derrotar, vencer en v. pas. πάντων ἐκπολεμηθέντων πρὸς Ῥωμαίων τῶν ... βασιλέων cuando todos los reyes fueron derrotados por los romanos I.Ap.2.134, πρὸς Ἀγρίππα App.BC 5.110, fig. ὑπὸ ... ἐμαυτοῦ ἐκπεπολεμημένος Gr.Thaum.Pan.Or.16.87
•conquistar Κρήτην Str.10.4.9.
3 atacar πόλιν LXX De.20.10, αὐτούς I.BI 4.237, τοὺς τὴν ἄκραν φυλάττοντας I.AI 12.318.
German (Pape)
[Seite 775] 1) von einem Orte aus bekriegen, Thuc. 6, 91. – 2) zum Kriege reizen, Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Xen. Hell. 5, 4, 20. – 3) bekriegen, τινά, Pol. 15, 6, 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 transporter la guerre;
2 exciter à la guerre.
Étymologie: ἐκ, πολεμέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπολεμέω:
1 (из какого-л. места) начинать поход, вести войну Thuc.;
2 побуждать к войне (τινα πρός τινα Xen.);
3 воевать, идти войной (ἀλλήλους Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπολεμέω: ὡς τὸ ἐκπολεμόω, ἐξάπτω, ἐρεθίζω τινὰ εἰς πόλεμον κατά τινος, ἵν’ ἐκπολεμήσειε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Ξεν. Ἑλλ. 5.4. 20· ἄνευ ἄλλης γραφ. καὶ ὁ Ἁρπ. ἀναφέρει τοῦτο τὸ χωρίον ὅπως δείξῃ ὅτι ὁ τύπος εἰς -έω ἐθεωρεῖτο προτιμότερος ὑπὸ τῶν γραμμ., ὅθεν ὁ Δινδ. διώρθωσεν ἐκπολεμῆσαι ἀντὶ -ῶσαι ἔκ τινος χειρογρ. παρὰ Δημ., ἔνθα κατωτ. κινῶ εἰς πόλεμον, καθιστῶ πολέμιον, τινὰ πρός τινα Δημ. 11. 1., 30. 20: ταύτην τὴν σημασίαν δυνατὸν νὰ ἔχῃ καὶ παρὰ Θουκ. 6. 91. καὶ τὰ ἐνθάδε χρὴ ἅμα φανερώτερον ἐκπολεμεῖν, ἀλλ’ ὁ Bloomfield ἑρμηνεύει: καὶ κατὰ τῶν ἐνταῦθα (δηλ. τῶν Ἀθηναίων) πρέπει νὰ ἐξακολουθῶμεν δραστηριώτερον τὸν πόλεμον. ΙΙ. ἔρχομαι εἰς πόλεμον πρός τινα, ἀλλήλους Πολύβ. 15. 6. 6.
Greek Monotonic
ἐκπολεμέω: μέλ. -ήσω, εξάπτω, εξερεθίζω, υποκινώ προς πόλεμο, καθιστώ κάποιον εχθρικό, σε Ξεν.