ἐπίφρων: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίφρων:''' (благо)разумный, рассудительный ([[βουλή]] Hom., Hes.; sc. [[ἀνήρ]] Hom., Theocr.): ἐ. βουλήν Hom. дающий разумные советы.
|elrutext='''ἐπίφρων:''' (благо)разумный, рассудительный ([[βουλή]] Hom., Hes.; ''[[sc.]]'' [[ἀνήρ]] Hom., Theocr.): ἐ. βουλήν Hom. дающий разумные советы.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:17, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίφρων Medium diacritics: ἐπίφρων Low diacritics: επίφρων Capitals: ΕΠΙΦΡΩΝ
Transliteration A: epíphrōn Transliteration B: epiphrōn Transliteration C: epifron Beta Code: e)pi/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν) thoughtful, οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι..ἐπίφρονα to make the thoughtful thoughtless, Od.23.12; αἰχμητὴν..καὶ ἐπίφρονα βουλήν sage in counsel, 16.242; ἐ. Αὐγείαο Theoc.25.29; also ἐ. βουλή Od.3.128, Hes.Th.122; ἐ. μῆτις Od.19.326, B.15.25. —Ep. and Lyr., never in Il.

German (Pape)

[Seite 1001] ον, verständig, bedachtsam, klug (ᾡ ἔπι φρένες), Od. 23, 12, von Menschen, wie 16, 242, χεῖράς τ' αἰχμητὴν ἔμεναι καὶ ἐπίφρονα βουλήν, klug an Rath; νόῳ καὶ ἐπίφρονι βουλῇ 3, 128, μῆτις 19, 326; Hes. Th. 122 u. öfter, u. sp. D., wie Theocr. 25, 29.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
prudent, sage.
Étymologie: ἐπί, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίφρων: (благо)разумный, рассудительный (βουλή Hom., Hes.; sc. ἀνήρ Hom., Theocr.): ἐ. βουλήν Hom. дающий разумные советы.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίφρων: -ον, (φρὴν) φρόνιμος, συνετός, οἵ τε (οἱ θεοὶ) δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ’ μάλ’ ἐόντα Ὀδ. Ψ. 12· αἰχμητήν... καὶ ἐπίφρονα βουλήν, συνετὸν ἐν βουλῇ, ΙΙ. 242· ὡσαύτως, βουλή, μῆτις ἐπίφρων Γ. 128, Τ. 326, Ἡσ., (ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.). Λέξις Ἐπικὴ ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Βακχυλ. 16. 25 (ἔκδ. Kenyon)· πρβλ. εὔφρων.

English (Autenrieth)

thoughtful, sagacious, discreet; βουλή, μῆτις, γ 12, Od. 19.326. (Od.)

Greek Monolingual

ἐπίφρων, -ον (Α)
1. φρόνιμος, συνετός (α. «οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ μάλ’ ἐόντα», Ομ. Οδ.
β. «δάμναται [ὁ Ἔρως] ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -φρων (< φρην), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. άφρων, εΰφρων)].

Greek Monotonic

ἐπίφρων: -ον (φρήν), φρόνιμος, συνετός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

φρήν
thoughtful, sage, Od.