λάτριος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[λάτριος]] [[slavish]], [[menial]] ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (sc. [[Ἡρακλέης]]: [[join]] λάτριον [[with]] Αὐγέαν or μισθόν) (O. 10.28) Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (Er. Schmid: λατρείαν codd.: pr. [[into]] [[slavery]] ) (N. 4.54)
|sltr=[[λάτριος]] [[slavish]], [[menial]] ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (''[[sc.]]'' [[Ἡρακλέης]]: [[join]] λάτριον [[with]] Αὐγέαν or μισθόν) (O. 10.28) Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (Er. Schmid: λατρείαν codd.: pr. [[into]] [[slavery]] ) (N. 4.54)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:27, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάτριος Medium diacritics: λάτριος Low diacritics: λάτριος Capitals: ΛΑΤΡΙΟΣ
Transliteration A: látrios Transliteration B: latrios Transliteration C: latrios Beta Code: la/trios

English (LSJ)

α, ον, of a servant or service, μισθός Pi.O.10.28; λατρίαν Ἰαολκὸν παρέδωκεν gave Iolcos into slavery, Id.N.4.54 (ubi codd. λατρείαν contra metrum); λ. ἔργα Man.1.275.

German (Pape)

[Seite 18] den Diener oder den Dienst betreffend, μισθός, Lohn für den Dienst, Pind. Ol. 11, 29 u. sp. D., wie Man. 1, 275.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les serviteurs ou le service à gages.
Étymologie: λάτρον.

Russian (Dvoretsky)

λάτριος: выплачиваемый слуге, заработный (μισθός Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

λάτριος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ὑπηρέτην ἢ εἰς ὑπηρεσίαν, μισθὸς Πινδ. Ο. 10. 34· λατρίαν Ἰαωλκὸν παρέδωκεν, παρέδωκε τὴν Ἰωλκὸν εἰς δουλείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 4. 89, ἔνθα τὰ Ἀντίγρ. λατρείαν, ἐναντίον τοῦ μέτρου.

English (Slater)

λάτριος slavish, menial ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (sc. Ἡρακλέης: join λάτριον with Αὐγέαν or μισθόν) (O. 10.28) Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (Er. Schmid: λατρείαν codd.: pr. into slavery ) (N. 4.54)

Greek Monolingual

λάτριος, -ία, -ον (Α) λάτρις
αυτός που ανήκει σε υπηρέτη ή σε υπηρεσία, σε δουλεία («λάτριον... μισθὸν ὑπέρβιον», Πίνδ.).

Greek Monotonic

λάτριος: -α, -ον, αυτός που αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε προσφερόμενη υπηρεσία, σε Πίνδ.· παραδιδόναι τινὰ λάτριον, παραδίδω κάποιον σε δουλεία, στον ίδ.

Middle Liddell

λάτριος, η, ον
of a servant or service, Pind.; παραδιδόναι τινὰ λάτριον to give him into slavery, Pind. [from λάτρις