φαρμακόω: Difference between revisions
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>φαρμᾰκόω</b> [[compound]] σὺν δ' ἐλαίῳ φαρμακώσαισ ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν (sc. Μέδοισα) (P. 4.221) | |sltr=<b>φαρμᾰκόω</b> [[compound]] σὺν δ' ἐλαίῳ φαρμακώσαισ ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν (''[[sc.]]'' Μέδοισα) (P. 4.221) | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:35, 30 November 2022
English (LSJ)
A medicate, φαρμακώσαισ' ἀντίτομα ὀδυνᾶν having endued them with healing power against pains, Pi.P.4.221. II in Pass., to be poisoned, μελίκρατον πεφαρμακωμένον Plu.2.768d; of an arrow, Dsc.Eup.2.144 (v.l.). 2 to be bewitched, POxy.1477.20 (iii/iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 1257] = φαρμάσσω, φαρμακεύω, vergiften; aber ἐλαίῳ φαρμακώσαισα ἀντίτομα ist = mit Oel heilkräftig mischend, Pind. P. 4, 221; Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
empoisonner.
Étymologie: φάρμακον.
Russian (Dvoretsky)
φαρμᾰκόω:
1 отравлять: μελίκρατον πεφαρμακωμένον Plut. отравленная смесь меда с молоком;
2 (о снадобье), смешивать, приготовлять, (ἀντίτομα σὺν ἐλαίῳ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκόω: ἀναμιγνύω μετὰ φαρμάκου, σὺν δ’ ἐλαίῳ φαρμακώσαισ’ ἀντίτομα ὀδυνᾶν δῶκε χρίεσθαι, μίξασα μετ’ ἐλαίου ἀλεξιφάρμακα ὀδυνῶν ἔδωκεν ἡ Μήδεια τῷ Ἰάσονι χρίεσθαι, Πινδ. Π. 4. 393· πεφαρμακωμένον μελίκρατον Πλούτ. 768C. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐμβάπτομαι εἰς δηλητήριον, τοὺς τρωθέντας ὑπὸ βέλους φαρμακωθέντος Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 2. 140. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, μὴ φαρμακωθεὶς ἀποθάνῃ Μοσχόπ. π. Σχεδῶν ἐν λέξ. ἐξενεγκεῖν.
English (Slater)
φαρμᾰκόω compound σὺν δ' ἐλαίῳ φαρμακώσαισ ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν (sc. Μέδοισα) (P. 4.221)
Greek Monotonic
φαρμᾰκόω: μέλ. -ώσω, χαρίζω θεραπευτική δύναμη, σε Πίνδ.