στοιχάς: Difference between revisions
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stoichas | |Transliteration C=stoichas | ||
|Beta Code=stoixa/s | |Beta Code=stoixa/s | ||
|Definition=άδος, ὁ, ἡ, ([[στοῖχος]])<br><span class="bld">A</span> [[in a row one behind another]], esp. αἱ [[Στοιχάδες]] (sc. [[νῆσοι]]), name of the [[island]]s which lie [[in a row]] east of [[Toulon]], now the [[îles d'Hyères]], A.R.4.554, Str.4.1.10.<br><span class="bld">2</span> ἐλᾶαι στοιχάδες [[olive]]-[[tree]]s (prob. because planted [[in rows]]) which were not [[sacred]], like the [[μορίαι]], Sol. ap. Poll.5.36, Philoch.62.<br><span class="bld">II</span> [[στοιχάς]], ἡ, an [[aromatic]] [[plant]], [[cassidony]], [[Lavandula stoechas]], [[Spanish lavender]], [[topped lavender]], [[French lavender]], Orph.A.918, Dsc. 3.26. | |Definition=άδος, ὁ, ἡ, ([[στοῖχος]])<br><span class="bld">A</span> [[in a row one behind another]], esp. αἱ [[Στοιχάδες]] (''[[sc.]]'' [[νῆσοι]]), name of the [[island]]s which lie [[in a row]] east of [[Toulon]], now the [[îles d'Hyères]], A.R.4.554, Str.4.1.10.<br><span class="bld">2</span> ἐλᾶαι στοιχάδες [[olive]]-[[tree]]s (prob. because planted [[in rows]]) which were not [[sacred]], like the [[μορίαι]], Sol. ap. Poll.5.36, Philoch.62.<br><span class="bld">II</span> [[στοιχάς]], ἡ, an [[aromatic]] [[plant]], [[cassidony]], [[Lavandula stoechas]], [[Spanish lavender]], [[topped lavender]], [[French lavender]], Orph.A.918, Dsc. 3.26. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[στοιχάς]], άδος, [[στοῖχος]]<br />in rows:— αἱ Στοιχάδες (sc. νῆσοἰ a [[row]] of [[island]]s off [[Marseilles]], now les Îles d'Hyères, Strab. | |mdlsjtxt=[[στοιχάς]], άδος, [[στοῖχος]]<br />in rows:— αἱ Στοιχάδες (''[[sc.]]'' νῆσοἰ a [[row]] of [[island]]s off [[Marseilles]], now les Îles d'Hyères, Strab. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:37, 30 November 2022
English (LSJ)
άδος, ὁ, ἡ, (στοῖχος)
A in a row one behind another, esp. αἱ Στοιχάδες (sc. νῆσοι), name of the islands which lie in a row east of Toulon, now the îles d'Hyères, A.R.4.554, Str.4.1.10.
2 ἐλᾶαι στοιχάδες olive-trees (prob. because planted in rows) which were not sacred, like the μορίαι, Sol. ap. Poll.5.36, Philoch.62.
II στοιχάς, ἡ, an aromatic plant, cassidony, Lavandula stoechas, Spanish lavender, topped lavender, French lavender, Orph.A.918, Dsc. 3.26.
German (Pape)
[Seite 945] άδος, ὁ, ἡ, 1) in Reihen od. Zeilen stehend oder liegend. Bei Solon hießen ἐλάαι στοιχάδες, den μορίαις entggstzt, die in Reihen stehenden Oelbäume, die nicht heilig waren, Poll. 5, 36. – 2) cine gewürzige Pflanze; Diosc.; Orph. Arg. 921; auch zuweilen falsch στιχάς geschrieben.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
aligné ; subst. ἡ στοιχάς, sorte de lavande, plante.
Étymologie: στείχω.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχάς: -άδος, ὁ, ἡ, (στοῖχος) κατὰ στοίχους ἢ σειράς, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, ὁλκάδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 22· - αἱ Στοιχάδες (ἐξυπακ. νῆσοι) σειρὰ νήσων παρὰ τὴν Μασσαλίαν, τὰ νῦν les isles d΄ Hières, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 554, Στράβ. 184· πρβλ. Κυκλάδες, Σποράδες. 2) ἐλαῖαι στοιχάδες, ἐλαιόδενδρα (ἴσως ὡς πεφυτευμένα εἰς σειράς), τὰ ὁποῖα δὲν ἦσαν ἱερὰ ὡς αἱ μορέαι, Σόλων παρὰ Πολυδ. Ε΄, 36, Φιλόχ. 62. ΙΙ. στοιχάς, ἡ, ἀρωματικόν τι φυτόν, Lavandula stoechs, Ὀρφ. Ἀργ. 916, Διοσκ. 3. 31.
Greek Monolingual
-άδος, ό, ἡ, Α
1. αυτός που είναι τοποθετημένος κατά στοίχους, κατά σειρές
2. το θηλ. ἡ στοιχάς
είδος του αρωματικού φυτού λαβαντίς, που ονομάστηκε έτσι από τις Στοιχάδες νήσους
3. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Στοιχάδες
(ενν. νήσοι) σειρά νησιών στη νοτιανατολική ακτή της Γαλλίας, κοντά στη Μασσαλία, που σήμερα ονομάζονται νήσοι Υέρ
4. φρ. «ἐλαῖαι στοιχάδες» — ελαιόδενδρα τα οποία ίσως ονομάστηκαν έτσι επειδή ήταν φυτευμένα κατά σειρές, δεν ήταν όμως ιερά όπως οι μορίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοίχος + επίθημα -άς, -άδος
(πρβλ. στιβ-άς)].
Greek Monotonic
στοιχάς: -άδος, ἡ (στοῖχος), αυτός που κείται κατά στίχους, κατά σειρές· αἱ Στοιχάδες (ενν. νῆσοι), συστάδα νησιών κοντά στη Μασσαλία, που τώρα ονομάζονται les Îles d'Hyères, σε Στράβ.
Middle Liddell
στοιχάς, άδος, στοῖχος
in rows:— αἱ Στοιχάδες (sc. νῆσοἰ a row of islands off Marseilles, now les Îles d'Hyères, Strab.