καταστυγέω: Difference between revisions

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-στυγέω huiveren, gruwen (van):. κατέστυγε μῦθον ἀκούσας hij huiverde toen hij het woord hoorde Il. 17.694; κατὰ δ’ ἔστυγον αὐτήν zij gruwden van haar Od. 10.113 (tmesis).
|elnltext=κατα-στυγέω huiveren, gruwen (van):. κατέστυγε μῦθον ἀκούσας hij huiverde toen hij het woord hoorde Il. 17.694; κατὰ δ’ ἔστυγον αὐτήν zij gruwden van haar Od. 10.113 (tmesis).
}}
{{pape
|ptext=([[στυγέω]]), <i>vor [[Etwas]] [[zurückschaudern]], [[erschrecken]]</i>; κατὰ δ' ἔστυγον αὐτήν <i>Od</i>. 10.113, κατέστυγε μῦθον ἀκούσας <i>Il</i>. 17.694; ὁ δὲ δόρπα κατέστυγεν Nic. <i>Al</i>. 476; κατεστυγημένος, von <i>Vetera Lexica</i> μεμισημένος erkl. – Nach <i>EM</i>. 731.27 hat der aor. I. κατέστυξα [[sowohl]] trans. Bdtg, ἐφόβησαν, als intr., ἐφοβήθησαν, die regelmäßige Form κατεστύγησα bei Sp.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω aor2 κατέστῠγον<br />to [[shudder]] at, [[abhor]], [[abominate]], Hom.
|mdlsjtxt=fut. ήσω aor2 κατέστῠγον<br />to [[shudder]] at, [[abhor]], [[abominate]], Hom.
}}
{{pape
|ptext=([[στυγέω]]), <i>vor [[Etwas]] [[zurückschaudern]], [[erschrecken]]</i>; κατὰ δ' ἔστυγον αὐτήν <i>Od</i>. 10.113, κατέστυγε μῦθον ἀκούσας <i>Il</i>. 17.694; ὁ δὲ δόρπα κατέστυγεν Nic. <i>Al</i>. 476; κατεστυγημένος, von <i>Vetera Lexica</i> μεμισημένος erkl. – Nach <i>EM</i>. 731.27 hat der aor. I. κατέστυξα [[sowohl]] trans. Bdtg, ἐφόβησαν, als intr., ἐφοβήθησαν, die regelmäßige Form κατεστύγησα bei Sp.
}}
}}

Revision as of 12:32, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστῠγέω Medium diacritics: καταστυγέω Low diacritics: καταστυγέω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΥΓΕΩ
Transliteration A: katastygéō Transliteration B: katastygeō Transliteration C: katastygeo Beta Code: katastuge/w

English (LSJ)

aor. A κατέστῠγον Il.17.694:—to be horror-struck, κατέστυγε μῦθον ἀκούσας l.c.: c.acc., abhor, abominate, κατὰ δ' ἔστυγον αὐτήν Od.10.113; δόρπα Nic.Al.476: later aor. κατεστύγησα Eun. VS p.471 D., Apollon.Lex.s.v. κατέστυγε. II causal in aor. 1 κατέστυξα, make abominable, EM731.26 (but in Hsch. = μισῆσαι). pf. part. Pass. κατεστυγημένος Phot., Suid.; f.l. -μένως in Hsch.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
éprouver un sentiment d'horreur.
Étymologie: κατά, στυγέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στυγέω huiveren, gruwen (van):. κατέστυγε μῦθον ἀκούσας hij huiverde toen hij het woord hoorde Il. 17.694; κατὰ δ’ ἔστυγον αὐτήν zij gruwden van haar Od. 10.113 (tmesis).

German (Pape)

(στυγέω), vor Etwas zurückschaudern, erschrecken; κατὰ δ' ἔστυγον αὐτήν Od. 10.113, κατέστυγε μῦθον ἀκούσας Il. 17.694; ὁ δὲ δόρπα κατέστυγεν Nic. Al. 476; κατεστυγημένος, von Vetera Lexica μεμισημένος erkl. – Nach EM. 731.27 hat der aor. I. κατέστυξα sowohl trans. Bdtg, ἐφόβησαν, als intr., ἐφοβήθησαν, die regelmäßige Form κατεστύγησα bei Sp.

Russian (Dvoretsky)

καταστῠγέω: (эп. aor. 2 κατέστῠγον) пугаться, ужасаться (τινα Hom. - in tmesi): κατέστυγε μῦθον ἀκούσας Hom. (Антилох) содрогнулся от ужаса, услышав слова (Менелая).

Greek (Liddell-Scott)

καταστῠγέω: ἀόρ. κατέστῠγον - κατατρομάζω, φρίκην αἰσθάνομαι, φρικιάζω, κατέστυγε μῦθον ἀκούσας Ἰλ. Ρ. 694· «κατεστύγνασεν» Ἡσύχ.· μετ’ αἰτ., τρομάζω πρός τι, φρίττω, βδελύσσομαι, κατὰ δ’ ἔστυγον αὐτὴν Ὀδ. Κ. 113· «ἰστέον δ’ ὅτι πάλαι μὲν φρὶκην ῥιγεδανὴν ἐδήλου τὸ στυγεῖν, οἱ δὲ ὕστερον ἀντὶ τοῦ μισεῖν αὐτὸ λαμβάνουσι διὰ τὸ ἐπακολουθοῦν μῖσος τοῖς στυγουμένοις» Εὐσταθ. Ἰλ. Α. 186·- παρὰ Βυζ. ὡσαύτως εἰς ἀόρ. κατεστύγησα. ΙΙ. ὁ ἀόρ. α' εἶνε καὶ μεταβ. καὶ ἀμεταβ., κατέστυξα, ἐφόβησα τινὰ καὶ ἐφοβήθην, Μέγ. Ἐτυμ. 731. 26· οὕτω μετοχ. παθ. πρκμ. κατεστυγημένος, μεμισημένος, Φώτ., Σουΐδ.

English (Autenrieth)

only aor., κατέστυγε, was horror-struck, Il. 17.694†.

Greek Monotonic

καταστῠγέω: μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ κατέστῠγον· κατατρομάζω, φρικιάζω, αηδιάζω, απεχθάνομαι, σε Όμηρ.

Middle Liddell

fut. ήσω aor2 κατέστῠγον
to shudder at, abhor, abominate, Hom.