συνοικήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνοικήτωρ:''' -ορος, ὁ, [[συγκάτοικος]], [[σύνοικος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''συνοικήτωρ:''' -ορος, ὁ, [[συγκάτοικος]], [[σύνοικος]], σε Αισχύλ.
}}
{{pape
|ptext=ορος, ὁ, ἡ, = [[συνοικητής]], [[ἐμοί]], Aesch. <i>Eum</i>. 797.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνοικήτωρ]], ορος, ὁ,<br />a [[house]]-[[fellow]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[συνοικήτωρ]], ορος, ὁ,<br />a [[house]]-[[fellow]], Aesch.
}}
{{pape
|ptext=ορος, ὁ, ἡ, = [[συνοικητής]], [[ἐμοί]], Aesch. <i>Eum</i>. 797.
}}
}}

Revision as of 12:38, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικήτωρ Medium diacritics: συνοικήτωρ Low diacritics: συνοικήτωρ Capitals: ΣΥΝΟΙΚΗΤΩΡ
Transliteration A: synoikḗtōr Transliteration B: synoikētōr Transliteration C: synoikitor Beta Code: sunoikh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, = συνοικητήρ (housefellow, housemate), ξ. ἐμοί A. Eu. 833.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui habite ou vit avec.
Étymologie: συνοικέω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνοικήτωρ, -ορος, ὁ, Α
συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ)].

Greek Monotonic

συνοικήτωρ: -ορος, ὁ, συγκάτοικος, σύνοικος, σε Αισχύλ.

German (Pape)

ορος, ὁ, ἡ, = συνοικητής, ἐμοί, Aesch. Eum. 797.

Russian (Dvoretsky)

συνοικήτωρ: ορος живущий вместе (τινί Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοικήτωρ -ορος, ὁ [συνοικέω] samenwonend met, met dat.. Aeschl. Eum. 833.

Middle Liddell

συνοικήτωρ, ορος, ὁ,
a house-fellow, Aesch.