πρίσμα: Difference between revisions
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prisma | |Transliteration C=prisma | ||
|Beta Code=pri/sma | |Beta Code=pri/sma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> anything [[sawn]], [[sawdust]], Thphr.''HP''5.6.3, ''AP''11.207 (Lucill.), ''Gp.''4.15.9; πρίσμα λωτοῦ Dsc.''Eup.''2.50; μαρμάρου Aët.12.64; [[rotten wood]], Dsc. 1.66.<br><span class="bld">2</span> [[wound resulting from trephining with a saw]], ἰῆσθαι ὡς πρίσμα Hp.''Morb.''2.15.<br><span class="bld">II</span> Geom., [[prism]], Euc.11''Def.''13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[πρῖσμα]], ΝΜΑ<br /><b>μαθημ.</b> στερεό που περικλείεται από μια πρισματική [[επιφάνεια]] και από δύο επίπεδα παράλληλα τα οποία τέμνουν όλες τις ακμές της πρισματικής επιφάνειας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> στερεό από [[γυαλί]] ή από [[άλλο]] κατάλληλο διαφανές υλικό, διαμορφωμένο [[κατά]] τρόπο που να σχηματίζει καθορισμένες γωνίες και επίπεδες έδρες, το οποίο προκαλεί [[ανάκλαση]], [[διάθλαση]] και [[ανάλυση]] του φωτός<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[οπτική]] [[γωνία]] από την οποία εξετάζει [[κανείς]] ένα [[θέμα]] («βλέπει τα [[πάντα]] [[μέσα]] από το [[πρίσμα]] τών φιλοδοξιών του»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>μαθημ.</b> «κανονικό [[πρίσμα]]» — [[ορθό]] [[πρίσμα]] του οποίου οι βάσεις [[είναι]] κανονικά πολύγωνα<br />β) «[[ορθό]] [[πρίσμα]]» — [[πρίσμα]] του οποίου οι παράπλευρες ακμές [[είναι]] κάθετες στα επίπεδα τών βάσεών τους<br />γ) «πλάγιο [[πρίσμα]]» — [[πρίσμα]] του οποίου οι παράπλευρες ακμές δεν [[είναι]] κάθετες στις βάσεις<br />δ) «κόλουρο [[πρίσμα]]» — καθένα από τα δύο [[στερεά]] τα οποία προκύπτουν όταν ένα [[πρίσμα]] τμηθεί από επίπεδο μη παράλληλο [[προς]] τις βάσεις του<br />ε) «κάθετη [[τομή]] πρίσματος» — [[τομή]] πρίσματος από επίπεδο κάθετο [[προς]] τις πλευρικές ακμές του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[πρίω]], [[πριονίδι]]<br /><b>2.</b> αποσαθρωμένο, σαρακοφαγωμένο [[ξύλο]]<br /><b>3.</b> [[πληγή]], [[τραύμα]] από [[πριόνισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] (για το -<i>σ</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[πρίω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>. Τη λ., με την επιστημον. της σημ., δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>prism</i>, γαλλ. <i>prisme</i>]. | |mltxt=το / [[πρῖσμα]], ΝΜΑ<br /><b>μαθημ.</b> στερεό που περικλείεται από μια πρισματική [[επιφάνεια]] και από δύο επίπεδα παράλληλα τα οποία τέμνουν όλες τις ακμές της πρισματικής επιφάνειας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> στερεό από [[γυαλί]] ή από [[άλλο]] κατάλληλο διαφανές υλικό, διαμορφωμένο [[κατά]] τρόπο που να σχηματίζει καθορισμένες γωνίες και επίπεδες έδρες, το οποίο προκαλεί [[ανάκλαση]], [[διάθλαση]] και [[ανάλυση]] του φωτός<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[οπτική]] [[γωνία]] από την οποία εξετάζει [[κανείς]] ένα [[θέμα]] («βλέπει τα [[πάντα]] [[μέσα]] από το [[πρίσμα]] τών φιλοδοξιών του»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>μαθημ.</b> «κανονικό [[πρίσμα]]» — [[ορθό]] [[πρίσμα]] του οποίου οι βάσεις [[είναι]] κανονικά πολύγωνα<br />β) «[[ορθό]] [[πρίσμα]]» — [[πρίσμα]] του οποίου οι παράπλευρες ακμές [[είναι]] κάθετες στα επίπεδα τών βάσεών τους<br />γ) «πλάγιο [[πρίσμα]]» — [[πρίσμα]] του οποίου οι παράπλευρες ακμές δεν [[είναι]] κάθετες στις βάσεις<br />δ) «κόλουρο [[πρίσμα]]» — καθένα από τα δύο [[στερεά]] τα οποία προκύπτουν όταν ένα [[πρίσμα]] τμηθεί από επίπεδο μη παράλληλο [[προς]] τις βάσεις του<br />ε) «κάθετη [[τομή]] πρίσματος» — [[τομή]] πρίσματος από επίπεδο κάθετο [[προς]] τις πλευρικές ακμές του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[πρίω]], [[πριονίδι]]<br /><b>2.</b> αποσαθρωμένο, σαρακοφαγωμένο [[ξύλο]]<br /><b>3.</b> [[πληγή]], [[τραύμα]] από [[πριόνισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] (για το -<i>σ</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[πρίω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>. Τη λ., με την επιστημον. της σημ., δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>prism</i>, γαλλ. <i>prisme</i>]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[prism]]=== | |||
Armenian: պրիզմա; Bulgarian: призма; Catalan: prisma; Chinese Mandarin: 稜柱, 棱柱; Czech: hranol; Danish: prisme; Dutch: [[prisma]]; Esperanto: prismo; Finnish: särmiö, prisma; French: [[prisme]]; Galician: prisma; German: [[Prisma]]; Greek: [[πρίσμα]]; Ancient Greek: [[πρίσμα]]; Hungarian: hasáb; Ido: prismato; Italian: [[prisma]]; Japanese: 角柱, プリズム; Khmer: ព្រីស; Korean: 프리즘; Norwegian Bokmål: prisme; Nynorsk: prisme; Occitan: prisma; Persian: منشور, شوشه; Polish: graniastosłup; Portuguese: [[prisma]]; Romagnol: prìșma; Romanian: prismă; Russian: [[призма]]; Spanish: [[prisma]]; Swedish: prisma or; Tagalog: balimbing; Thai: ปริซึม; Volapük: prismat | |||
}} | }} |
Revision as of 09:57, 2 December 2022
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything sawn, sawdust, Thphr.HP5.6.3, AP11.207 (Lucill.), Gp.4.15.9; πρίσμα λωτοῦ Dsc.Eup.2.50; μαρμάρου Aët.12.64; rotten wood, Dsc. 1.66.
2 wound resulting from trephining with a saw, ἰῆσθαι ὡς πρίσμα Hp.Morb.2.15.
II Geom., prism, Euc.11Def.13.
German (Pape)
[Seite 702] τό, das Gesägte, Sägespäne, Theophr.; als Streu gebraucht, Lucill. 24 (XI, 207). – Ein stereometrischer Körper, das Prisma, dreiseitige Säule, Euclid.
Greek (Liddell-Scott)
πρίσμα: τό, (πρίζω) τὸ πριονισθέν, «πριονίδι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 3, Ἀνθ. Π. 41. 207· ― ἐντεῦθεν, σαθρὸν ξύλον, Διοσκ. 1, 79. ΙΙ. γεωμετρικὸν πρίσμα, Εὐκλείδ. ― Ἀλλὰ κατὰ Ζηκίδην ἐν Χρ. Λεξ. γραπτέον πρῖσμα.
Greek Monolingual
το / πρῖσμα, ΝΜΑ
μαθημ. στερεό που περικλείεται από μια πρισματική επιφάνεια και από δύο επίπεδα παράλληλα τα οποία τέμνουν όλες τις ακμές της πρισματικής επιφάνειας
νεοελλ.
1. φυσ. στερεό από γυαλί ή από άλλο κατάλληλο διαφανές υλικό, διαμορφωμένο κατά τρόπο που να σχηματίζει καθορισμένες γωνίες και επίπεδες έδρες, το οποίο προκαλεί ανάκλαση, διάθλαση και ανάλυση του φωτός
2. μτφ. η οπτική γωνία από την οποία εξετάζει κανείς ένα θέμα («βλέπει τα πάντα μέσα από το πρίσμα τών φιλοδοξιών του»)
3. φρ. μαθημ. «κανονικό πρίσμα» — ορθό πρίσμα του οποίου οι βάσεις είναι κανονικά πολύγωνα
β) «ορθό πρίσμα» — πρίσμα του οποίου οι παράπλευρες ακμές είναι κάθετες στα επίπεδα τών βάσεών τους
γ) «πλάγιο πρίσμα» — πρίσμα του οποίου οι παράπλευρες ακμές δεν είναι κάθετες στις βάσεις
δ) «κόλουρο πρίσμα» — καθένα από τα δύο στερεά τα οποία προκύπτουν όταν ένα πρίσμα τμηθεί από επίπεδο μη παράλληλο προς τις βάσεις του
ε) «κάθετη τομή πρίσματος» — τομή πρίσματος από επίπεδο κάθετο προς τις πλευρικές ακμές του
αρχ.
1. το αποτέλεσμα του πρίω, πριονίδι
2. αποσαθρωμένο, σαρακοφαγωμένο ξύλο
3. πληγή, τραύμα από πριόνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το -σ-, βλ. λ. πρίω) + κατάλ. -μα. Τη λ., με την επιστημον. της σημ., δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. prism, γαλλ. prisme].
Translations
prism
Armenian: պրիզմա; Bulgarian: призма; Catalan: prisma; Chinese Mandarin: 稜柱, 棱柱; Czech: hranol; Danish: prisme; Dutch: prisma; Esperanto: prismo; Finnish: särmiö, prisma; French: prisme; Galician: prisma; German: Prisma; Greek: πρίσμα; Ancient Greek: πρίσμα; Hungarian: hasáb; Ido: prismato; Italian: prisma; Japanese: 角柱, プリズム; Khmer: ព្រីស; Korean: 프리즘; Norwegian Bokmål: prisme; Nynorsk: prisme; Occitan: prisma; Persian: منشور, شوشه; Polish: graniastosłup; Portuguese: prisma; Romagnol: prìșma; Romanian: prismă; Russian: призма; Spanish: prisma; Swedish: prisma or; Tagalog: balimbing; Thai: ปริซึม; Volapük: prismat