ἄνατος: Difference between revisions
m (Text replacement - "DMic." to "Diccionario Micénico") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἄνᾱτος) -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἄναιτος]] <i>ICr</i>.4.87.11 (Gortina), Sud.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no castigado]], [[ileso]], [[indemne]] νούσων B.<i>Fr</i>.23.2, κακῶν S.<i>OC</i> 786, Λοξίου κότῳ A.<i>A</i>.1211, cf. Hsch., Sud.<br /><b class="num">2</b> [[inmune]], [[que no puede ser castigado]] αἱ δέ κ' ἀλεκσόμενος π[α] ίη ἄνατον ἦμεν τō ἀλεκσομένο <i>ICr</i>.1.10.2.4 (Eltinia VI/V a.C.), ἄναιτον ... τοῖς ἐσπράταις <i>ICr</i>.l.c.<br /><b class="num">3</b> [[inofensivo]], [[que no causa desgracias]] πρᾶγμα A.<i>Supp</i>.356, φυγά A.<i>Supp</i>.359, cf. 410.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[impunemente]], <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.717.3 (Lócride V a.C.). • | |dgtxt=(ἄνᾱτος) -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἄναιτος]] <i>ICr</i>.4.87.11 (Gortina), Sud.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no castigado]], [[ileso]], [[indemne]] νούσων B.<i>Fr</i>.23.2, κακῶν S.<i>OC</i> 786, Λοξίου κότῳ A.<i>A</i>.1211, cf. Hsch., Sud.<br /><b class="num">2</b> [[inmune]], [[que no puede ser castigado]] αἱ δέ κ' ἀλεκσόμενος π[α] ίη ἄνατον ἦμεν τō ἀλεκσομένο <i>ICr</i>.1.10.2.4 (Eltinia VI/V a.C.), ἄναιτον ... τοῖς ἐσπράταις <i>ICr</i>.l.c.<br /><b class="num">3</b> [[inofensivo]], [[que no causa desgracias]] πρᾶγμα A.<i>Supp</i>.356, φυγά A.<i>Supp</i>.359, cf. 410.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[impunemente]], <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.717.3 (Lócride V a.C.). • Diccionario Micénico: <i>a-na-to</i>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:01, 3 December 2022
English (LSJ)
ον, (ἄτη) A unharmed, B.Fr.19(cj.); Αοξίου κότῳ A.Ag. 1211; κακῶν ἄνατος = harmed by no ills, S.OC786, where the Laur.Ms. ἄναιτος. II Act., not harming, harmless, A.Supp.356,359, 410. 2 immune from punishment, Ἀρχ. Ἐφ. 1920.76 (Crete, vi/v B.C.). Adv. ἀνάτως = with impunity, IG9(1).333 (Locr.). (Contr. fr. ἀνάατος, q.v.)
Spanish (DGE)
(ἄνᾱτος) -ον
• Alolema(s): ἄναιτος ICr.4.87.11 (Gortina), Sud.
I 1no castigado, ileso, indemne νούσων B.Fr.23.2, κακῶν S.OC 786, Λοξίου κότῳ A.A.1211, cf. Hsch., Sud.
2 inmune, que no puede ser castigado αἱ δέ κ' ἀλεκσόμενος π[α] ίη ἄνατον ἦμεν τō ἀλεκσομένο ICr.1.10.2.4 (Eltinia VI/V a.C.), ἄναιτον ... τοῖς ἐσπράταις ICr.l.c.
3 inofensivo, que no causa desgracias πρᾶγμα A.Supp.356, φυγά A.Supp.359, cf. 410.
II adv. -ως impunemente, IG 92.717.3 (Lócride V a.C.). • Diccionario Micénico: a-na-to.
German (Pape)
[Seite 211] (ἄτη), 1) ohne Schaden, Λοξίου κότῳ, unverletzt durch Apollo's Zorn, Aesch. Ag. 1184; κακῶν ἄν., durch kein Unheil gefährdet. Soph. O. C. 790, wo aber die Mehrzahl der codd. ἄναιτος haben, Schol. erklärt ἀναίτιος. – 2) unschädlich, πρᾶγμα Aesch. Suppl. 351, vgl. 354.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non endommagé, non atteint par, sans atteinte de, gén. ou dat.;
2 qui ne nuit pas, innocent.
Étymologie: ἀ, ἄτη.
Russian (Dvoretsky)
ἄνᾱτος:
1 не понесший ущерба или наказания, не пострадавший (τινι Aesch. и τινος Soph.);
2 безобидный, безвредный (πρᾶγμα Aesch.);
3 не обусловленный преступлением, т. е. незаслуженный (φυγή Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄνᾱτος: -ον, ὁ μὴ παθὼν βλάβην, Λοξίου κότῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1211· κακῶν ἄνατος, ὁ μὴ βλαβεὶς ὑπὸ κακῶν, Σοφ. Ο. Κ. 786, ἔνθα τὸ Λαυρ. Χειρόγρ. ἔχει ἄναιτος μετὰ ἐξηγ. γλωσσ., «ἤγουν ἀναίτιος»· πρβλ. ἀνατί. ΙΙ. ἐνέργ., μὴ προξενῶν βλάβην, εἴη δ’ ἄνατον πρᾶγμα Αἰσχύ. Ἱκ. 356· ἴδοιτο δῆτ’ ἄνατον φυγὰν αὐτόθι 359, 410 - Ἐπίρρ. -άτως, ἀτιμωρητεί, CIGS. III, 333.
Greek Monolingual
ἄνατος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη, ζημιά
2. αυτός που δεν προξενεί βλάβη, αβλαβής, ακίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + άτη < αάω «βλάπτω».
ΠΑΡ. ανατεί κ. ανατί].
Greek Monotonic
ἄνᾱτος: -ον (ἄτη), ανέπαφος, ανέβλαβος, σε Αισχύλ.· με γεν., κακῶν ἄνατος, ανεπηρέαστος από οποιοδήποτε κακό, σε Σοφ.
Middle Liddell
[ἄτη]
unharmed, Aesch.; c. gen., κακῶν ἄνατος harmed by no ills, Soph.