Τυδεύς: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(lat\.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.\n" to "$1 $2. ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />Tydée, <i>père de Diomède</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Τυδ, frapper ; cf. <i>lat.</i> tundo. | |btext=έως (ὁ) :<br />Tydée, <i>père de Diomède</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Τυδ, frapper ; cf. <i>lat.</i> [[tundo]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:13, 9 December 2022
English (LSJ)
ὁ, gen. Τυδέως, Epic Τυδέος (never -ῆος) Il. 2.406, al.; acc. Τυδέα (never Τυδῆα) 6.222, also -ῆ 4.384; — the hero Tydeus, one of the Seven against Thebes, ll. cc.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Tydée, père de Diomède.
Étymologie: R. Τυδ, frapper ; cf. lat. tundo.
Russian (Dvoretsky)
Τῡδεύς: έως, эп. έος ὁ Тидей (сын Энея - Οἰνεύς, - царя Калидона, отец Диомеда, участник похода «семерых против Фив») Hom. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Τῡδεύς: ὁ, γεν. Τυδέως, Ἐπικ. έος, ἢ ῆος· αἰτ. έα, Ἐπικ. ῆα, ὡσαύτως, ῆ, Ἰλ. Δ. 384· ― εἷς τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ἡρώων, πατὴρ τοῦ Διομήδους, Ὅμ. (Κυρίως, ὁ Πλήκτης, ἐκ τῆς √ΤΥΔ, ΤΥΝΔ, πρβλ. Τυνδάρεος, Σανσκρ. tud, tud-âmi (tundo)· Λατ. tundo, tutudi, tudes = m lleus· Γοτθ. staut-a (τύπτω), κτλ. ― Πατρωνυμικ. Τυδεΐδης, ὁ, ὁ Διομήδης, ὁ δ’ ὕστερος ὤρνυτο χαλκῷ Τυδεΐδης Ἰλ. Ε. 18, κτλ. ― Θηλ. Τυδηίς, ίδος, Κομανθὼ Τυδηὶς Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφιόδ-) 160.
Greek Monotonic
Τῡδεύς: ὁ, γεν. Τυδέως, Επικ. Τυδέος ή Τυδῆος· αιτ. Τυδέα, Επικ. Τυδῆα και Τυδῆ· ο ήρωας Τυδέας, ένας από τους επτά ήρωες της Θήβας, πατέρας του Διομήδους, σε Όμηρ.