ἀνακρεμάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀνακρεμάσω <i>ou</i> ἀνακρεμῶ, <i>etc.</i><br />suspendre : [[τι]] πασσάλῳ OD qch à un clou ; τινα HDT pendre qqn ; <i>fig.</i> ἀπὸ [[τῶν]] ἐλπίδων ESCHN tenir en suspens par l'espérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κρεμάννυμι]].
|btext=<i>f.</i> ἀνακρεμάσω <i>ou</i> ἀνακρεμῶ, <i>etc.</i><br />suspendre : [[τι]] πασσάλῳ OD qch à un clou ; τινα HDT pendre qqn ; <i>fig.</i> ἀπὸ τῶν ἐλπίδων ESCHN tenir en suspens par l'espérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κρεμάννυμι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:30, 9 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακρεμάννῡμι Medium diacritics: ἀνακρεμάννυμι Low diacritics: ανακρεμάννυμι Capitals: ΑΝΑΚΡΕΜΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: anakremánnymi Transliteration B: anakremannymi Transliteration C: anakremannymi Beta Code: a)nakrema/nnumi

English (LSJ)

poet. ἀγκρ-:—Pass., -κρέμᾰμαι:—A hang up on a thing, πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Od.1.440; τὰς πέδας ἀνεκρέμασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν, as a votive offering, Hdt.5.77; τὰ ὅπλα πρὸς τὸ Ἀθήναιον ib.95; ἀ. τινά crucify, Id.9.120; βροχὸν ἑαυτῷ περιθεὶς ἀνεκρέμασε D.S.2.6; suspend a wounded limb in a sling, Hp.Art.22:—Pass., ἀνακρεμαμένου τοῦ νέκυος being hung up, Hdt.2.121.γ; τούτου . . τοῦ ἀνακρεμασθέντος Id.9.122, cf. 7.194. II make dependent, ἀ. ἐξ ἀλλήλων τὴν δύναμιν Pl.Ion536a; ἀνακρεμάσας [ὑμᾶς] ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Aeschin.3.100; ἀ. τὴν πίστιν εἴς τινα Pib.8.19.3.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀγκρ- Od.1.440
• Morfología: [aor. lesb. ὀνεκρέμασσαν Alc.401B.a.2]
1 de cosas colgar, suspender (χιτῶνα) πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Od.l.c., τὰς δοκούς PMich.Zen.37.6, 19 (III a.C.), frec. como ofrenda votiva ἐς Γλαυκώπιον ἶρον ὀνεκρέμασσαν Alc.l.c., τὰς δὲ πέδας αὐτῶν ... ἀνεκρέμασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν Hdt.5.77, πέλταν πρὸς Ἀθάνας ... θαλάμοις E.Fr.11.5M., cf. Hdt.5.95, E.Ba.1240
medic. poner un brazo en cabestrillo Hp.Art.22
de pers. a las que se da suplicio por empalamiento, en v. pas. ἀνακρεμασθέντος ... αὐτοῦ al ser puesto en el palo Hdt.7.194, o clavándoles una cuña σανίδι προσπασσαλεύοντες ἀνεκρέμασαν le colgaron del poste clavándole una cuña Hdt.9.120, cf. 122
de un cadáver, en v. pas. ἀνακρεμαμένου δὲ τοῦ νέκυος estando el cadáver colgado Hdt.2.121γ
tb. ahorcar βρόχον ἑαυτῷ περιθεὶς ἀνεκρέμασε D.S.2.6.
2 fig. e giro preposicional hacer depender ἀνακρεμαννὺς ἐξ ἀλλήλων τὴν δύναμιν Pl.Io 536a, ἀνακρεμάσας (ὑμᾶς) ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Aeschin.3.100, πρὸς τὰς ἀπὸ σοῦ πεύσεις ἀνακρεμάμεθα estamos pendientes de tus noticias Phalar.Ep.125, ἐς τὸν Βῶλιν ἀνακρεμάσαι τὴν πίστιν prestar fidelidad a Bolis Plb.8.19.3.

German (Pape)

[Seite 193] (s. κρεμάννυμι), aufhängen, πασσἀλῳ ἀγκρεμάσασα χιτῶνα Od. 1, 440; ἀνακρεμασθείς Her. 9, 122; ἐς, πρός τι ἀνεκρέμασαν, 5, 77. 95; Plat. Fim. 90 b; anknüpfen, ἐξ ἀλλήλων τὴν δύναμιν, Ion. 536 a; dah. spannen, von Furcht u. Hoffnung, ἀνακρεμάσας ἀπὸ τῶν ἐλπίδων, Aesch. 3, 100; ἀνακρεμάσαι πᾶσαν τὴν πίστιν εἴς τινα, sein ganzes Vertrauen auf einen setzen, Pol. 8, 21, 3; – λόφους ἀνακρεμαννὺς μεγάλοις ὀρύγμασιν Plut. Lucull. 39, d. i. unterminiren. – Diod. Sic. 2, 6 braucht ἀνεκρέμασε für: sich erhenken.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνακρεμάσω ou ἀνακρεμῶ, etc.
suspendre : τι πασσάλῳ OD qch à un clou ; τινα HDT pendre qqn ; fig. ἀπὸ τῶν ἐλπίδων ESCHN tenir en suspens par l'espérance.
Étymologie: ἀνά, κρεμάννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακρεμάννῡμι: эп. ἀγκρεμάννῡμι
1 подвешивать, вешать (χιτῶνα πασσάλῳ Hom.);
2 культ, вешать в храме, т. е. приносить в качестве жертвенного дара (τι ἐς τὴν ἀκρόπολιν и πρὸς τὸ Ἀθήναιον Her.);
3 казнить через повешение, вешать (τινα Her.): περιπεσὼν λύττῃ ἀνεκρέμασε (sc. ἑαυτόν) Diod. впав в безумие, он повесился;
4 соединять, связывать: ἀ. τι ἔκ τινος Plat. ставить что-л. в зависимость от чего-л.; ἀ. λόφους ὀρύγμασι Plut. соединить холмы рвами; ἀνακρεμάσαι τινὰ ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Aeschin. обольстить кого-л. надеждами; ἀνακρεμάσαι πᾶσαν τὴν πίστιν εἴς τινα Polyb. целиком довериться кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακρεμάννυμι: ποιητ. ἀγκρ-: Παθ. -κρέμαμαι (ἴδε κρεμάννυμι): - κρεμῶ τι ἔκ τινος, πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Ὀδ. Α. 440· τὰς πέδας ἀνεκρέμασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν, ὡς ἀνάθημα, Ἡρόδ. 5. 77.· τὰ ὅπλα πρὸς τὸ Ἀθήναιον αὐτόθι 95· ἀν. τινά, ἀπαγχονίζω τινά, ὁ αὐτ. 9. 120. Ἐπίσης, ἀν. [ἑαυτόν], ἀπαγχονίζειν ἑαυτόν, Διόδ. 2. 6: - Παθ., ἀνακρεμαμένου τοῦ νέκυος, ἐνῷ ἐκρέματο, Ἡρόδ. 2. 121, 3· τούτου... τοῦ ἀνακρεμασθέντος ὁ αὐτ. 9. 122, πρβλ. 7. 194. ΙΙ. κάμνω τι νὰ ἐξαρτᾶται ἔκ τινος, ἀν. ἐξ ἀλλήλων τὴν δύναμιν Πλάτ. Ἴων 536Α· οὕτως, ἀνακρεμάσας [ὑμᾶς] ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Αἰσχύλ. 68. 2· ἀν. τὴν πίστιν εἴς τινα Πολύβ. 8. 21, 3.

Greek Monolingual

ἀνακρεμάννυμι (Α)
1. κρεμώ κάτι από κάπου
2. απαγχονίζω
3. κάνω να εξαρτάται, εξαρτώ
«ἀνακρεμάσας ὑμᾶς ἀπὸ τῶν ἐλπίδων»
4. παθ. ἀνακρέμαμαι είμαι κρεμασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κρεμάννυμι.

Greek Monotonic

ἀνακρεμάννῡμι: ποιητ. ἀγ-κρ-· μέλ. -κρεμάσω, Αττ. -κρεμῶ· — Παθ. -κρέμᾰμαι·
I. κρέμομαι πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.· ἐς... ή πρός..., σε Ηρόδ. — Παθ., είμαι κρεμασμένος, στον ίδ.
II. κάνω κάτι να εξαρτάται από κάτι, εξαρτώ, σε Πλάτ.

Middle Liddell


I. to hang up on a thing, c. dat., Od.; ἐς . . or πρός. . . Hdt.:—Pass. to be hung up, Hdt.
II. to make dependent, Plat.

Léxico de magia

colgar como acción de la divinidad αἰνῶ σε, ὁ θεὸς τῶν θεῶν, ..., ὁ τὸν αἰθέρα ἀνακρεμάσας μετεώρῳ ὑψώματι te alabo a ti, el dios de los dioses, el que colgó el éter en una altura por encima de la tierra P IV 1155