θλίψη: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χλίψη]], η (ΑΜ [[θλῖψις]]) [[θλίβω]]<br /><b>1.</b> [[πίεση]], [[συμπίεση]], [[σύνθλιψη]], ζούλημα<br /><b>2.</b> [[λύπη]], [[οδύνη]], [[ψυχικός]] [[πόνος]], [[στενοχώρια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στείψιμο, [[ξεζούμισμα]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> [[μηχανική]] [[καταπόνηση]], που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη [[πίεση]] και, [[συνεπώς]], προκαλεί [[μείωση]] του όγκου του<br />(νεοελλ.-μσν.)<br /><b>1.</b> [[βάσανο]]<br /><b>2.</b> [[πένθος]]<br /><b>3.</b> [[κηδεία]] («σε [[θλίψη]] ή σε γάμο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ευνουχισμός]] ζώου που προκαλείται με [[σύνθλιψη]] τών γεννητικών οργάνων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σεβαίνω εἰς θλῑψιν» και «[[κάμνω]] θλῑψιν» και «[[στέκομαι]] εἰς θλῑψιν» — [[λυπάμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σπασμός]], [[πίεση]] (α. «θλῑψις στομάχου», Ρούφ.<br />β. «ὑστερικαὶ θλίψεις», Σωρ.).
|mltxt=και [[χλίψη]], η (ΑΜ [[θλῖψις]]) [[θλίβω]]<br /><b>1.</b> [[πίεση]], [[συμπίεση]], [[σύνθλιψη]], ζούλημα<br /><b>2.</b> [[λύπη]], [[οδύνη]], [[ψυχικός]] [[πόνος]], [[στενοχώρια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στείψιμο, [[ξεζούμισμα]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> [[μηχανική]] [[καταπόνηση]], που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη [[πίεση]] και, [[συνεπώς]], προκαλεί [[μείωση]] του όγκου του<br />(νεοελλ.-μσν.)<br /><b>1.</b> [[βάσανο]]<br /><b>2.</b> [[πένθος]]<br /><b>3.</b> [[κηδεία]] («σε [[θλίψη]] ή σε γάμο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ευνουχισμός]] ζώου που προκαλείται με [[σύνθλιψη]] τών γεννητικών οργάνων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σεβαίνω εἰς θλῑψιν» και «[[κάμνω]] θλῖψιν» και «[[στέκομαι]] εἰς θλῖψιν» — [[λυπάμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σπασμός]], [[πίεση]] (α. «θλῖψις στομάχου», Ρούφ.<br />β. «ὑστερικαὶ θλίψεις», Σωρ.).
}}
}}
{{trml
{{trml

Revision as of 16:49, 10 December 2022

Greek Monolingual

και χλίψη, η (ΑΜ θλῖψις) θλίβω
1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα
2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια
νεοελλ.
1. στείψιμο, ξεζούμισμα
2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση του όγκου του
(νεοελλ.-μσν.)
1. βάσανο
2. πένθος
3. κηδεία («σε θλίψη ή σε γάμο»)
μσν.
1. ευνουχισμός ζώου που προκαλείται με σύνθλιψη τών γεννητικών οργάνων
2. φρ. «σεβαίνω εἰς θλῑψιν» και «κάμνω θλῖψιν» και «στέκομαι εἰς θλῖψιν» — λυπάμαι
αρχ.
σπασμός, πίεση (α. «θλῖψις στομάχου», Ρούφ.
β. «ὑστερικαὶ θλίψεις», Σωρ.).

Translations

sorrow

Albanian: keqardhje, dëshpërim, brengosje, brengë; Arabic: حُزْن‎; Armenian: տխրություն, վիշտ; Azerbaijani: kədər, qəm, hüzn, dərd, qüssə, qəm-qüssə, ələm; Belarusian: смутак, печаль, гора, сум, туга; Bengali: দুঃখ, দেরেগ, গোসা, নারাজী; Breton: kastiz; Bulgarian: скръб, печал, жалост, горест; Burmese: ပရိဒေဝ, အဆွေး, အပူ; Catalan: tristesa, dolor, pena; Chinese Mandarin: 悲傷, 悲伤, 悲哀, 感傷, 感伤; Czech: smutek; Danish: sorg, smerte, græmmelse; Dutch: verdriet, smart, droefheid; Esperanto: malĝojo; Estonian: kurbus; Finnish: suru, murhe, huoli; French: peine, chagrin; Galician: tristura, pena, pesadume; Georgian: დარდი, ვარამი, წუხილი, მწუხარება, სევდა, ნაღველი; German: Kummer, Traurigkeit, Trauer, Sorge, Kümmernis, Leiden, Gram; Gothic: 𐌲𐌰𐌿𐍂𐌹𐌸𐌰, 𐌲𐌰𐌿𐍂𐌴𐌹; Greek: λύπη, θλίψη; Ancient Greek: λύπη; Hebrew: צַעַר‎; Hindi: दुःख, उदासी, शोक, ग़म, अफ़सोस; Hungarian: bánat, szomorúság, bú, búbánat; Icelandic: sorg; Ido: chagreno; Irish: brón, cumha, tuirse, ong; Italian: tristezza, dolore, pena, afflizione, infelicità; Japanese: 悲しみ, 悲哀; Kazakh: қайғы, зар; Khmer: ទុក្ខ, ថ្នាំង, សោក; Kikuyu: kĩeha; Korean: 슬픔, 비애(悲哀), 시름; Kurdish Central Kurdish: داخ‎, خەفەت‎; Kyrgyz: кайгы; Lao: ຄວາມໂສກເສົ້າ; Latgalian: skume, žālobys; Latin: luctus, aegritudo; Latvian: sēras, bēdas; Lithuanian: liūdesys; Macedonian: тага; Malay: kesedihan; Manx: bran, seaghyn, smeih, sou-aigney, trimshey, dobberan; Maori: pāpōuri; Middle English: sorow, hevyte; Mongolian: уй гашуу, гашуудал; Norwegian Bokmål: sorg; Nynorsk: sorg; Old English: sorg, caru; Old Norse: sorg; Oromo: gadda; Persian: غم‎, اندوه‎, زاری‎, حزن‎; Polish: smutek; Portuguese: tristeza, mágoa, pesar; Punjabi: ਦੁੱਖ, ਦੁਖ; Quechua: llaki, phuti; Romanian: tristețe, întristare, mâhnire, supărare, nefericire, durere; Russian: горе, печаль, грусть, тоска, уныние, скорбь; Sanskrit: अप्रसन्नता, दुःख; Scottish Gaelic: bròn, èislean, duilichinn, doilgheas, tùirse, mulad; Serbo-Croatian Cyrillic: жа̏ло̄ст, туга; Roman: žȁlōst, túga; Slovak: smútok, zármutok; Slovene: žalost; Spanish: tristeza, aflicción, infelicidad, pesar, pesadumbre, dolor, pena, sinsabor, quebranto, acíbar; Swedish: sorg; Tajik: ғам, андӯҳ, ҳузн, ғусса; Tamil: சோகம், துக்கம், துயரம்; Tatar: кайгы; Telugu: దిగులు, బాధ; Thai: ความทุกข์, ความเศร้า, ทุกข์; Tocharian B: mentsi; Turkish: üzüntü, keder; Turkmen: gussa, gynanç; Ukrainian: печаль, горе, смуток, скорбота; Urdu: غم‎, افسوس‎, دکھ‎, سوگ‎, اداسی‎; Uyghur: قايغۇ‎; Uzbek: qaygʻu, anduh, gʻam; Vietnamese: nỗi buồn, sự buồn; Welsh: tristwch, trymfryd, galar, gofid; Western Panjabi: دکھ‎