γυρεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(γῡρεύω) <b class="num">1</b> intr. [[dar vueltas]], [[evolucionar]] παρθένους ... ἐκέλευε γ. [[γυμνάς]] Str.6.1.8, cf. <i>T.Gad</i> 1.3.<br /><b class="num">2</b> tr. [[girar alrededor de]], [[recorrer]] καμπτῆρας Babr.29.4, τὸν κόσμον Secund.<i>Vit</i>.76.18, ἀτέλεστον κύκλον Pall.<i>V.Chrys</i>.70.18<br /><b class="num">•</b>fig. [[maquinar]] τὴν ἀπώλειαν [[αὐτοῦ]] <i>A.Pi</i>l<i>.B</i> 23.
|dgtxt=(γῡρεύω) <b class="num">1</b> intr. [[dar vueltas]], [[evolucionar]] παρθένους ... ἐκέλευε γ. [[γυμνάς]] Str.6.1.8, cf. <i>T.Gad</i> 1.3.<br /><b class="num">2</b> tr. [[girar alrededor de]], [[recorrer]] καμπτῆρας Babr.29.4, τὸν κόσμον Secund.<i>Vit</i>.76.18, ἀτέλεστον κύκλον Pall.<i>V.Chrys</i>.70.18<br /><b class="num">•</b>fig. [[maquinar]] τὴν ἀπώλειαν αὐτοῦ <i>A.Pi</i>l<i>.B</i> 23.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:34, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡρεύω Medium diacritics: γυρεύω Low diacritics: γυρεύω Capitals: ΓΥΡΕΥΩ
Transliteration A: gyreúō Transliteration B: gyreuō Transliteration C: gyreyo Beta Code: gureu/w

English (LSJ)

run round in a circle, Str.6.1.8: c. acc. cogn., καμπτῆρας Babr.29.4.

Spanish (DGE)

(γῡρεύω) 1 intr. dar vueltas, evolucionar παρθένους ... ἐκέλευε γ. γυμνάς Str.6.1.8, cf. T.Gad 1.3.
2 tr. girar alrededor de, recorrer καμπτῆρας Babr.29.4, τὸν κόσμον Secund.Vit.76.18, ἀτέλεστον κύκλον Pall.V.Chrys.70.18
fig. maquinar τὴν ἀπώλειαν αὐτοῦ A.Pil.B 23.

German (Pape)

[Seite 512] im Kreise herumgehen, Archil. bei Plut. de superst. 7; Strab. 6, 1, 8 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

tourner en rond autour ; circuler, aller et venir.
Étymologie: γυρός.

Russian (Dvoretsky)

γῡρεύω: кружиться, вращаться Plat., Babr.

Greek (Liddell-Scott)

γῡρεύω: περιέρχομαι δρομαίως ἐν κύκλῳ, τρέχω ὁλόγυρα, τριγυρίζω, γυρίζω, ἵππος… καμπτῆρας οἵους ἀλφιτεῦσι γυρεύω Βάβρ. 29, 4. (ἐν τῇ συνηθ.= ζητῶ).

Greek Monolingual

και γυρεύγω (AM γυρεύω) γυρός
διαγράφω κύκλο τρέχοντας
μσν.- νεοελλ.
τριγυρίζω ψάχνοντας
νεοελλ.
1. επιζητώ, αναζητώ
2. επιδιώκω κάτι
3. εξετάζω, ερευνώ
4. φροντίζω, ενδιαφέρομαι
5. φρ. α) «γυρεύω φυρί, φυρί» — αναζητώ επίμονα
β) «γυρεύω ψύλλους στ' άχυρα» ή «τρέχα γύρευε» — αναζητώ μάτια
γ) «στον ουρανό το γύρευα και στη γη το βρήκα» — βρήκα κάτι εντελώς απροσδόκητα
δ) «τί γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;» — βρίσκεται κάποιος απερίσκεπτα εκεί που δεν πρέπει
μσν.
1. περιοδεύω
2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω.

Greek Monotonic

γῡρεύω: (γῦρος), μέλ. -σω, τρέχω γύρω γύρω, κυκλικά, τριγυρίζω, σε Στράβ., Βάβρ.

Middle Liddell

γῦρος
to run round in a circle, Strab., Babr.