ἐπαραρίσκω: Difference between revisions
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
m (Text replacement - "τί τιν" to "τί τιν") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>prés. inus, auquel on rattache qqf les formes d’ao.</i> [[ἐπῆρσα]], <i>de pf.</i> ἐπάρησα <i>et | |btext=<i>prés. inus, auquel on rattache qqf les formes d’ao.</i> [[ἐπῆρσα]], <i>de pf.</i> ἐπάρησα <i>et d'ao.2 Moy. sync.</i> [[ἐπάρμενος]];<br /><b>1</b> <i>tr.</i> ajuster <i>ou</i> fixer à <i>ou</i> sur : τί τινι une chose à <i>ou</i> sur une autre;<br /><b>2</b> <i>intr. (au pf., au pqp. 3ᵉ sg.</i> ἐπαρήρει <i>et au part. ao.2 Moy. poét.</i> [[ἐπάρμενος]]) être bien ajusté.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀραρίσκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 22:35, 11 December 2022
English (LSJ)
aor. 1 ἐπαρῆρσα: aor. 2 ἐπαρήρᾰρον:—
A fit to or fit upon, fasten, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν = fit on or fit to the posts, Il.14.167; ἐπὶ δὲ ζυγὸν ἤραρεν ἀμφοῖν h.Merc.50.
II intr. in Ion. pf. ἐπάρηρα [ᾰρ], plpf. ἐπαρήρειν:—fit tight or fit exactly, μία δὲ κληῒ ἐπαρήρει = a cross-bolt was fitted therein, Il.12.456; part. ἐπαρηρώς, ἐπαρηρυῖα, ἐπαρηρός, = close-fitting, well fixed, εὖ ἐπαρηρὼς ποσσίν = firm on his feet, Arat.83: also ἐπάρμενος, ἐπάρμενη, ἐπάρμενον, Ep. aor. part. Pass., well-fitted, prepared, ready, βίον, ὅπλα, Hes. Op.601, 627:—also in form ἐφάρμενος, suited, c. dat., Nonn.D.12.35.
French (Bailly abrégé)
prés. inus, auquel on rattache qqf les formes d’ao. ἐπῆρσα, de pf. ἐπάρησα et d'ao.2 Moy. sync. ἐπάρμενος;
1 tr. ajuster ou fixer à ou sur : τί τινι une chose à ou sur une autre;
2 intr. (au pf., au pqp. 3ᵉ sg. ἐπαρήρει et au part. ao.2 Moy. poét. ἐπάρμενος) être bien ajusté.
Étymologie: ἐπί, ἀραρίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαραρίσκω: (aor. 1 ἐπῆρσα, pf. ἐπάρηρα, aor. 2 med. sync. ἐπάρμενος; для неперех. знач.: pf. ἐπάρηρα, ppf. ἐπαρήρειν)
1 прилаживать, приделывать, прикреплять (θύρας σταθμοῖσιν Hom.);
2 быть прилаженным, укрепленным (μία κληῒς ἐπαρήρει Hom.): ὅπλα ἐπάρμενα Hes. прочные снасти: ἐπάρμενος βίος Hes. заготовленные съестные припасы.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαραρίσκω: μέλλ. ἐπάρσω: ἀόρ. β΄ -ήρᾰρον, ἀόρ. α΄ ἐπῆρσα. Προσαρμόζω εἴς τι ἢ ἐπί τινος, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν, «τοῖς παραστάσιν ἐφήρμοσεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 167· ἐπὶ δὲ ζυγὸν ἤραρεν ἀμφοῖν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 50. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ Ἰων. πρκμ. ἐπάρηρα, ὑπερσ. ἐπαρήρειν, προσαρμόζομαι καλῶς ἢ ἀκριβῶς, μία δὲ κληΐς ἐπᾰρήρει, «ἐφηρμόζετο, ἐπέκειτο», Ἰλ. Μ. 456· μετοχ. ἐπαρηρώς, -υῖα, -ός, καλῶς ἡρμοσμένος, ἐστηριγμένος, ποσσὶν ἐπαρηρὼς Ἄρατ. 83· ὡσαύτως ἐπάρμενος, -η, -ον, Ἐπικ. συγκεκομ. μετοχ. παθ. ἀορ., καλῶς προσηρμοσμένος, καλῶς παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 599, 625.
English (Autenrieth)
aor. 1 ἐπῆρσε, plup. ἐπαρήρει: trans. (aor. 1), fit to (τινί τι), Il. 14.167, 339; intr. (plup.), fit in, Il. 12.456.
Greek Monolingual
ἐπαραρίσκω (AM)
1. αρμόζω, προσαρμόζω καλά πάνω σε κάτι
2. παρασκευάζω, κατασκευάζω
αρχ.
1. στηρίζω κάτι κάπου, προσαρμόζω κάπου («πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν», Ομ. Ιλ.)
2. (μτχ. παρακμ.) ἐπαρηρώς, -υīa, -ός
καλά στηριγμένος, προσαρμοσμένος
(«ευ ἐπαρηρῶς ποσσίν» — στεκόμενος καλά όρθιος στα πόδια του). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αραρίσκω «ταιριάζω, προσαρμόζω»].
Greek Monotonic
ἐπαραρίσκω: μέλ. -άρσω, αόρ. -ήρᾰρον·
I. προσαρμόζω πάνω σε, δένω σε, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αμτβ., σε Ιων. παρακ. ἐπάρηρα, υπερσ. ἐπαρήρειν, προσαρμόζομαι σφιχτά ή ακριβώς, είμαι εφαρμοσμένος, στηριγμένος, προσαρμοσμένος πάνω σε κάτι, στο ίδ.· ἐπάρμενος, -η, -ον, μτχ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ, έτοιμος, προετοιμασμένος, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
fut. -άρσω aor. -ήρᾰρον
I. to fit to or upon, fasten to, τί τινι Il.
II. intr. in ionic perf. ἐπάρηρα, plup. ἐπαρήρειν, to fit tight or exactly, to be fitted therein, Il.: ἐπάρμενος, η, ον, epic aor2 pass. part. prepared, Hes.