ῥοδωνιά: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
m (Text replacement - "<i>pudenda muliebria</i>" to "<i>pudenda muliebria</i>") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[buisson de roses]];<br /><b>2</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]]. | |btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[buisson de roses]];<br /><b>2</b> <i>[[pudenda muliebria]]</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 21:11, 13 December 2022
English (LSJ)
ἡ, A rose-bed, garden of roses, Hecat. 37 J., D.53.16, etc.; the rose, Thphr.HP2.2.1, 6.1.1, Ael.NA14.24. II vine with rose-coloured grapes, Phot. III = ῥοδοδάφνη, Id., AB299. IV = ῥοδουντία, Aemilian. ap. Ath.9.406a. V = ῥόδον III, Cratin.109. VI gloss on Ἀφροδίτης ἀκάνθη (sic), prob. = ῥοδάκανθα, Cyran.27.
German (Pape)
[Seite 847] ἡ, 1) Rosenstrauch, Rosenhecke, Rosengarten; τὴν ῥοδωνιὰν βλαστάνουσαν ἐκτίλλειν, Dem. 53, 16; αἱ ἐν ῥοδωνιαῖς κάλυκες, Rosenknospen, Ael. H. A. 14, 24, u. a. Sp. Auch, wie ῥόδον, von der weiblichen Schaam, Hesych.; Cratin. bei Schol. Theocr. 11, 10. – 2) eine Weinrebe mit goldgelber Traube, B. A. 299. – 3) = ῥοδοδάφνη, B. A. 299 u. a. VLL, – Bei Ath. IX, 406 ist ῥοδωνία (so accentuirt) λοπάς ein wir Rosen zubereitetes Gericht. wie ῥοδόμ ηλον.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
1 buisson de roses;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: ῥόδον.
Russian (Dvoretsky)
ῥοδωνιά: ἡ розовый куст или цветник, розарий Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδωνιά: ἡ, (ῥόδον) τόπος κατάφυτος ἐκ ῥόδων, κῆπος ῥόδων, Λατ. rosarium, Δημ. 1251. 27, κτλ.· θάμνος ῥοδῆς, «τριανταφυλλιά», Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2,1, Αἰλ. π. Ζῴων 14. 24, πρβλ. ἰωνιά. ΙΙ. ἄμπελος μετὰ σταφυλῶν ῥοδοχρόων, Φώτ. ΙΙΙ. = ῥοδοδάφνη Φώτ., Α. Β. 299. ΙV. = ῥοδουντία, Ἀθήν. 406Α. V. = ῥόδον ΙΙ., Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 5. ― Ἕτεροι γράφουν ῥοδωνία (παροξ.) ἴδε Lob. Paral. 317.
Greek Monolingual
η / ῥοδωνιά, ΝΜΑ, και ῥοδωνία και ροδονία, ΜΑ
1. τόπος κατάφυτος με τριανταφυλλιές, κήπος με ρόδα («ῥοδωνιά
ἡ τῶν ῥόδων φυτεία», λεξ. Σούδα)
2. ροδή, τριανταφυλλιά («τῆς ῥοδωνιᾱς τοῦ ἄνθους δρεψάμενοι», Μέγ. Βασ.)
αρχ.
1. η ροδοδάφνη
2. η ροδάκανθα, η αγριοτριανταφυλλιά
3. ποικιλία κλήματος με ροδόχρωμα σταφύλια
4. γλύκισμα με ροδοπέταλα
5. το γυναικείο αιδοίο
6. το ανδρικό αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοδών, -ῶνος + κατάλ. -ιά].
Greek Monotonic
ῥοδωνιά: ἡ (ῥόδον), παρτέρι, πρασιά από τριαντάφυλλα, κήπος με τριαντάφυλλα, Λατ. rosarium, σε Δημ. κ.λπ.
Middle Liddell
ῥοδωνιά, ἡ, ῥόδον
a rose-bed, garden of roses, Lat. rosarium, Dem., etc.