ἐπινήχομαι: Difference between revisions
mNo edit summary |
|||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epinichomai | |Transliteration C=epinichomai | ||
|Beta Code=e)pinh/xomai | |Beta Code=e)pinh/xomai | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[ἐπινάχομαι]] [ᾱ],<br><span class="bld">A</span> [[swim upon]], πόντῳ Batr.107, cf.Cerc. 17.11; [[flow over]], τοῖς πεδίοις Hdn.8.4.3; <b class="b3">παιδὸς ἐπενάχετο φωνά</b> [[float]]ed on the [[stream]], Theoc.23.61; [[float]], ὑγρὸν ἐπινηχόμενον ταῖς κρήναις Dsc.1.73, cf. Sor.1.115, Alex.Aphr.''Pr.''1.22; opp. [[καταδύεσθαι]], ''Gp.'' 7.8.2; of Noah, Ph.1.455; [[ἀέρι]] ib.602: metaph., ib.166, Dam.''Pr.'' 270.<br><span class="bld">2</span>. [[swim to]] or [[swim over to]], c. acc., Call.''Del.''21.<br><span class="bld">3</span>. [[swim against]], [[attack]], ἄλλῳ ἐ. ἄλλος πότμον ἄγων Opp.''H.''2.46. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0965.png Seite 965]] darauf-, darüber hin schwimmen, πόντῳ Batrach. 106; ἐπενάχετο Theocr. 23, 61; Leon. Al. 15 (IX, 42); auch Hdn. 8, 4, 11; – an Etwas heranschwimmen, νῆσον Callim. Del. 21. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0965.png Seite 965]] darauf-, darüber hin schwimmen, πόντῳ Batrach. 106; ἐπενάχετο Theocr. 23, 61; Leon. Al. 15 (IX, 42); auch Hdn. 8, 4, 11; – an Etwas heranschwimmen, νῆσον Callim. Del. 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> [[nager sur]], [[flotter sur]], τινι;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la voix</i> [[se faire entendre sur l'eau]];<br /><b>3</b> [[nager vers]], acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νήχω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπινήχομαι:''' дор. [[ἐπινάχομαι]]<br /><b class="num">1</b> (по чему-л.) [[плавать]], [[плыть]] Batr., Anth.;<br /><b class="num">2</b> [[доноситься]] (παιδὸς ἐπενάχετο [[φωνά]] Theocr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπινήχομαι''': μέλλ. -ξομαι, Ἀποθ., νήχομαι, κολυμβῶ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μέσῳ δ’ ἐπενήχετο πόντῳ Βατραχομ. 107· [[πλημμυρίζω]], [[κατακλύζω]], τοῖς πεδίοις Ἡρῳδιαν. 8. 4· παιδὸς δ’ ἐπενάχετο φωνά, ὅ. ἐ. ἀνήρχοντο ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Θεόκρ. 23. 61· [[ἁπλῶς]], [[ἐπιπολάζω]], [[ἐπιπλέω]], Φίλων 1. 14. 2) κολυμβῶ πρὸς ἢ εἰς, μετ’ αἰτ., Σαρδὼ θ’ ἱμερόεσσα, καὶ ἣν ἐπενήξατο [[Κύπρις]] Καλλ. εἰς Δῆλ. 21. | |lstext='''ἐπινήχομαι''': μέλλ. -ξομαι, Ἀποθ., νήχομαι, κολυμβῶ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μέσῳ δ’ ἐπενήχετο πόντῳ Βατραχομ. 107· [[πλημμυρίζω]], [[κατακλύζω]], τοῖς πεδίοις Ἡρῳδιαν. 8. 4· παιδὸς δ’ ἐπενάχετο φωνά, ὅ. ἐ. ἀνήρχοντο ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Θεόκρ. 23. 61· [[ἁπλῶς]], [[ἐπιπολάζω]], [[ἐπιπλέω]], Φίλων 1. 14. 2) κολυμβῶ πρὸς ἢ εἰς, μετ’ αἰτ., Σαρδὼ θ’ ἱμερόεσσα, καὶ ἣν ἐπενήξατο [[Κύπρις]] Καλλ. εἰς Δῆλ. 21. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπινήχομαι]] (AM) (Α και δωρ. τ. [[ἐπινάχομαι]])<br /><b>1.</b> [[κολυμπώ]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[επιπλέω]], βρίσκομαι στην [[επιφάνεια]]<br /><b>3.</b> [[επαναπαύομαι]] («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι | |mltxt=[[ἐπινήχομαι]] (AM) (Α και δωρ. τ. [[ἐπινάχομαι]])<br /><b>1.</b> [[κολυμπώ]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[επιπλέω]], βρίσκομαι στην [[επιφάνεια]]<br /><b>3.</b> [[επαναπαύομαι]] («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῖς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανέρχομαι]], ακούγομαι [[μέσα]] από το [[νερό]] («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (<b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλημμυρίζω]], [[κατακλύζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[νήχομαι]] «[[κολυμπώ]]», παράλλ. τ. του <i>νέω</i> (III) «[[κολυμπώ]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπινήχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αποθ., [[κολυμπώ]] στην [[επιφάνεια]], σε Βατραχομ.· <i>ἐπενάχετο φωνά</i>, η [[φωνή]] ανήλθε από τον Κάτω Κόσμο, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἐπινήχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αποθ., [[κολυμπώ]] στην [[επιφάνεια]], σε Βατραχομ.· <i>ἐπενάχετο φωνά</i>, η [[φωνή]] ανήλθε από τον Κάτω Κόσμο, σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ξομαι<br />Dep. to [[swim]] [[upon]], Batr.; ἐπενάχετο φωνά the [[voice]] came up to [[earth]], Theocr. | |mdlsjtxt=fut. ξομαι<br />Dep. to [[swim]] [[upon]], Batr.; ἐπενάχετο φωνά the [[voice]] came up to [[earth]], Theocr. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:11, 7 January 2023
English (LSJ)
Dor. ἐπινάχομαι [ᾱ],
A swim upon, πόντῳ Batr.107, cf.Cerc. 17.11; flow over, τοῖς πεδίοις Hdn.8.4.3; παιδὸς ἐπενάχετο φωνά floated on the stream, Theoc.23.61; float, ὑγρὸν ἐπινηχόμενον ταῖς κρήναις Dsc.1.73, cf. Sor.1.115, Alex.Aphr.Pr.1.22; opp. καταδύεσθαι, Gp. 7.8.2; of Noah, Ph.1.455; ἀέρι ib.602: metaph., ib.166, Dam.Pr. 270.
2. swim to or swim over to, c. acc., Call.Del.21.
3. swim against, attack, ἄλλῳ ἐ. ἄλλος πότμον ἄγων Opp.H.2.46.
German (Pape)
[Seite 965] darauf-, darüber hin schwimmen, πόντῳ Batrach. 106; ἐπενάχετο Theocr. 23, 61; Leon. Al. 15 (IX, 42); auch Hdn. 8, 4, 11; – an Etwas heranschwimmen, νῆσον Callim. Del. 21.
French (Bailly abrégé)
1 nager sur, flotter sur, τινι;
2 en parl. de la voix se faire entendre sur l'eau;
3 nager vers, acc..
Étymologie: ἐπί, νήχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινήχομαι: дор. ἐπινάχομαι
1 (по чему-л.) плавать, плыть Batr., Anth.;
2 доноситься (παιδὸς ἐπενάχετο φωνά Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινήχομαι: μέλλ. -ξομαι, Ἀποθ., νήχομαι, κολυμβῶ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μέσῳ δ’ ἐπενήχετο πόντῳ Βατραχομ. 107· πλημμυρίζω, κατακλύζω, τοῖς πεδίοις Ἡρῳδιαν. 8. 4· παιδὸς δ’ ἐπενάχετο φωνά, ὅ. ἐ. ἀνήρχοντο ἐκ τοῦ κάτω κόσμου, Θεόκρ. 23. 61· ἁπλῶς, ἐπιπολάζω, ἐπιπλέω, Φίλων 1. 14. 2) κολυμβῶ πρὸς ἢ εἰς, μετ’ αἰτ., Σαρδὼ θ’ ἱμερόεσσα, καὶ ἣν ἐπενήξατο Κύπρις Καλλ. εἰς Δῆλ. 21.
Greek Monolingual
ἐπινήχομαι (AM) (Α και δωρ. τ. ἐπινάχομαι)
1. κολυμπώ στην επιφάνεια
2. επιπλέω, βρίσκομαι στην επιφάνεια
3. επαναπαύομαι («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῖς»)
αρχ.
1. ανέρχομαι, ακούγομαι μέσα από το νερό («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (Θεόκρ.)
2. πλημμυρίζω, κατακλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νήχομαι «κολυμπώ», παράλλ. τ. του νέω (III) «κολυμπώ»].
Greek Monotonic
ἐπινήχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ., κολυμπώ στην επιφάνεια, σε Βατραχομ.· ἐπενάχετο φωνά, η φωνή ανήλθε από τον Κάτω Κόσμο, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
fut. ξομαι
Dep. to swim upon, Batr.; ἐπενάχετο φωνά the voice came up to earth, Theocr.