περικλύζω: Difference between revisions
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=baigner tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλύζω]]. | |btext=[[baigner tout autour]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλύζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:46, 8 January 2023
English (LSJ)
wash all round, τὸ παιδίον ὕδατι Arist.Mir.837b21:— Pass., to be washed all round by the sea, of an island, Th.6.3; of a boat, Plu.Mar.36; μὴ περικλύζοιο θαλάσσῃ, i.e. venture not on the sea, Arat.287: metaph., to be overwhelmed, κακοῖς Lib.Decl.30.61; τῷ πλήθει τῶν σκοπῶν Gal.15.584.
German (Pape)
[Seite 580] umspülen, pass. vom Meer umgeben sein; Thuc. 6, 3; Luc. V. H. 1, 30; μἡ περικλύζοιο θαλάττῃ, laß dich nicht vom Meer umspülen, d. i. wage dich nicht aufs Meer, Arat. 287; auch περικλύζῃ κακαῖς, Liban.
French (Bailly abrégé)
baigner tout autour.
Étymologie: περί, κλύζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-κλύζω overstromen, overspoelen; pass.. οὔτε τὸ πορθμεῖον ἐδόκει περικλυζόμενον ἀνθέξειν de veerboot leek niet bestand tegen de overslaande golven Plut. Mar. 36.2.
Russian (Dvoretsky)
περικλύζω: омывать со всех сторон (τὸ παιδίον ὕδατι Arst.): ἡ νῆσος περικλυζομένη Thuc. омываемый (морем) остров.
Greek (Liddell-Scott)
περικλύζω: λούω χύνων ὕδωρ ὁλόγυρα, περιλούω, τὸ παιδίον ὕδατι π. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91· - Παθ., περιβρέχομαι, ἐπὶ νήσου, Θουκ. 6. 3· ἐπὶ πορθμοῦ, Πλουτ. Μαρ. 36· μὴ περικλύζοιο θαλάσσης πεπταμένῳ πελάγει, δηλ. μὴ ἀποτόλμα νὰ ἐξέλθῃς εἰς ἀνοικτὸν πέλαγος, Ἄρατ. 287.
Greek Monolingual
ΜΑ
παθ. περικλύζομαι
1. κατακλύζομαι από την θάλασσα
2. μτφ. υπερκαλύπτομαι από κάτι, σκεπάζομαι τελείως
αρχ.
1. βρέχω κάτι γύρω γύρω, σε όλη την επιφάνειά του, περιλούζω
2. πλένω κάποιον χύνοντας νερό
3. βαπτίζω
4. παθ. (για νησί, πορθμό, πόλη) περιβάλλομαι από θάλασσα, περιβρέχομαι
5. μτφ. αποτολμώ και εξέρχομαι στην ανοιχτή θάλασσα, ριψοκινδυνεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλύζω «περιβρέχω»].