περιλούω
From LSJ
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
English (LSJ)
wash all over, Plu.Lyc.16, Pomp.80.
German (Pape)
[Seite 582] (s. λούω), rings herum, sorgfältig abwaschen, Plut. Lyc. 15 Pomp. 80.
French (Bailly abrégé)
laver ou baigner autour.
Étymologie: περί, λούω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-λούω geheel wassen.
Russian (Dvoretsky)
περιλούω: обмывать кругом (τὸ σῶμα τῇ θαλάσσῃ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περιλούω: λούω πανταχόθεν, λούω ἐντελῶς, περιβρέχω, Πλουτ. Λυκοῦργ. 15, Πομπ. 80.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
λούζω από παντού, ρίχνω νερό σε όλα τα μέρη, περιβρέχω
νεοελλ.
απευθύνω σε κάποιον υβριστικά λόγια («τον περιέλουσε για καλά»).
Greek Monotonic
περιλούω: μέλ. -σω, βρέχω παντού ολόγυρα, σε Πλούτ.