περιλούω

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλούω Medium diacritics: περιλούω Low diacritics: περιλούω Capitals: ΠΕΡΙΛΟΥΩ
Transliteration A: periloúō Transliteration B: perilouō Transliteration C: periloyo Beta Code: perilou/w

English (LSJ)

wash all over, Plu.Lyc.16, Pomp.80.

German (Pape)

[Seite 582] (s. λούω), rings herum, sorgfältig abwaschen, Plut. Lyc. 15 Pomp. 80.

French (Bailly abrégé)

laver ou baigner autour.
Étymologie: περί, λούω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-λούω geheel wassen.

Russian (Dvoretsky)

περιλούω: обмывать кругом (τὸ σῶμα τῇ θαλάσσῃ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

περιλούω: λούω πανταχόθεν, λούω ἐντελῶς, περιβρέχω, Πλουτ. Λυκοῦργ. 15, Πομπ. 80.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
λούζω από παντού, ρίχνω νερό σε όλα τα μέρη, περιβρέχω
νεοελλ.
απευθύνω σε κάποιον υβριστικά λόγια («τον περιέλουσε για καλά»).

Greek Monotonic

περιλούω: μέλ. -σω, βρέχω παντού ολόγυρα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. σω
to wash all over, Plut.