πικρίζω: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=avoir un goût d'amertume.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]]. | |btext=[[avoir un goût d'amertume]].<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:15, 8 January 2023
English (LSJ)
to be or taste bitter, Str.11.2.17, Archig. ap. Orib.8.1.37; π. ἐν τῇ γεύσει Dsc.1.20.
German (Pape)
[Seite 614] bitter sein, werden, bitter schmecken, Strab., Clem. Al.
French (Bailly abrégé)
avoir un goût d'amertume.
Étymologie: πικρός.
Greek (Liddell-Scott)
πικρίζω: ὡς καὶ νῦν, εἶμαι πικρὸς ἢ ἔχω γεῦσιν πικράν, Στράβ. 498. Κλήμ. Ἀλ. 893.
Greek Monolingual
Ν ΜΑ πικρός
έχω πικρή γεύση (α. «τα χόρτα πικρίζουν» β. «πικρίζειν ἐν τῇ γεύσει», Ορειβ.)
νεοελλ.
1. γίνομαι πικρός, αποκτώ πικρή γεύση
2. καθιστώ κάτι πικρό, δίνω πικρή γεύση σε κάτι.
Greek Monotonic
πικρίζω: μέλ. -σω (πικρός), είμαι πικρός ή έχω πικρή γεύση, σε Στράβ.