ῥύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=nettoyer, laver.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπος]].
|btext=[[nettoyer]], [[laver]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:32, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥύπτω Medium diacritics: ῥύπτω Low diacritics: ρύπτω Capitals: ΡΥΠΤΩ
Transliteration A: rhýptō Transliteration B: rhyptō Transliteration C: rypto Beta Code: r(u/ptw

English (LSJ)

(ῥύπος) cleanse, wash, esp. with soap or lye, ῥύπτω τὰ ἱμάτια Id.Mete.359a22; τὰν γλῶτταν Ti.Locr.100e; τὰς χεῖρας Phylotim. ap. Ath.3.79c:—Med., wash oneself, Antiph.148.3, Thphr.HP9.9.3, f.l. in Nic.Al.530; aor. ἐρρύψαντο Ph.1.613; λουομένη τὰς τρίχας ἐρρύπτετο Polyaen.8.27: prov., ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι = ever since I began to wash, i.e. from my childhood, Ar.Ach. 17.

German (Pape)

[Seite 852] den Schmutz wegnehmen, reinigen, säubern, waschen, u. med. sich waschen, sich schnäuzen; ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι, Ar. Ach. 17, di. seit meiner Kindheit; Tim. Locr. 100 e; Folgde, wie Nic. Al. 469. Von den Atticisten wird ῥύπτομαι für attisch statt des hellenistischen σμήχομαι erkl.

French (Bailly abrégé)

nettoyer, laver.
Étymologie: ῥύπος.

Russian (Dvoretsky)

ῥύπτω: чистить, вытирать, мыть (τὰν γλῶτταν Plat.; τὰ ἱμάτια Arst.): ἐξ ὅτου ᾽γὼ ῥύπτομαι Arph. с тех пор как я сам моюсь, т. е. с самого детства.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύπτω: (ῥύπος) ἀφαιρῶ ἀκαθαρσίαν ἀπό τινος, καθαρίζω, πλύνω, μάλιστα διὰ σάπωνος ἢ στακτῆς κονίας ἐκ τῆς τέφρας, ῥ. τὰ ἱμάτια Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 36· τὰν γλῶτταν Τίμ. Λοκρ. 100Ε· τὰς χεῖρας Φιλότιμ. παρ’ Ἀθην. 79C. - Παθ., λούομαι, Ἀντιφάνης ἐν «Μαλθακῇ» 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 3, Νικ. Ἀλεξιφ. 530· παροιμία, ἐξ ὅτου ’γὼ ῥύπτομαι, ἀφ’ ὅτου ἤρχισα νὰ νίπτωμαι, δηλ. ἐκ παιδικῆς μου ἡλικίας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 17, πρβλ. Ἰουβεν. 2. 152. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥύψαι· σμῆξαι, πλῦναι. λοιδορῆσαι, ῥοφῆσαι, καθᾶραι».

Greek Monolingual

Α
1. καθαρίζω κάτι από τους ρύπους, από τις ακαθαρσίες που έχει
2. (ιδίως) πλένω κάτι με σαπούνι ή με σταχτόνερο
3. παροιμ. φρ. «ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι» — αφ' ότου άρχισα να πλύνομαι, δηλαδή από την παιδική μου ηλικία (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + ενεστωτικό επίθημα ye/°-, πιθ. κατά το νίπτω.

Greek Monotonic

ῥύπτω: μέλ. -ψω (ῥύπος), απομακρύνω τη βρωμιά απ' τα ενδύματά μου, καθαρίζω, πλένω, σε Αριστ. — Παθ., λούζομαι, ἐξ ὅτου ἐγὼ ῥύπτομαι, από τότε, από τη στιγμή από την οποία άρχισα να πλένομαι, δηλ. από παιδί, από την παιδική μου ηλικία, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ῥύπος
to remove dirt from garments, to wash, Arist.:—Pass. to wash oneself, ἐξ ὅτου ἐγὼ ῥύπτομαι ever since I began to wash, i. e. from childhood, Ar.