ἀργυροστερής: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui dépouille qqn de son argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[στερίσκω]].
|btext=ής, ές :<br />[[qui dépouille qqn de son argent]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[στερίσκω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠροστερής Medium diacritics: ἀργυροστερής Low diacritics: αργυροστερής Capitals: ΑΡΓΥΡΟΣΤΕΡΗΣ
Transliteration A: argyrosterḗs Transliteration B: argyrosterēs Transliteration C: argyrosteris Beta Code: a)rgurosterh/s

English (LSJ)

ές, (στερέω) robbing of silver, βίος ἀργυροστερής = a robber's life, A.Ch.1002.

Spanish (DGE)

(ἀργῠροστερής) -ές que priva a uno del dinero, βίος A.Ch.1002.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui dépouille qqn de son argent.
Étymologie: ἄργυρος, στερίσκω.

German (Pape)

βίος, Silber, Geld raubend, Aesch. Ch. 996.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠροστερής: отнимающий (чужие) деньги, т. е. разбойничий (βίος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροστερής: -ές, (στερέω) στερῶν τινα τοῦ ἀργύρου, ἤτοι τοῦ ἀργυρίου αὐτοῦ, βίος ἀργ., βίος λῃστοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 1002.

Greek Monolingual

ἀργυροστερής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («αργυροστερής βίος» — η ζωή του ληστή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + στερώ].

Greek Monotonic

ἀργῠροστερής: -ές (στερέω), αυτός που στερεί από κάποιον το ασήμι, δηλ. τα χρήματά του, ο ληστής· βίος ἀργυροστερής, ο τρόπος ζωής ληστή, ληστρικός βίος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

στερέω
robbing of silver, βίος ἀργ. a robber's life, Aesch.