ἐπιτολή: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />][[lever d'un astre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτέλλω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />[[lever d'un astre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτέλλω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:22, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτολή Medium diacritics: ἐπιτολή Low diacritics: επιτολή Capitals: ΕΠΙΤΟΛΗ
Transliteration A: epitolḗ Transliteration B: epitolē Transliteration C: epitoli Beta Code: e)pitolh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐπιτέλλω (B)) A the rising of a star, ἄστρων E.Ph.1116 (pl.), cf. Archyt.I, Ptol.Alm.8.4: hence, the season of a star's appearance in the heavens, Hp.Aër.2, Thphr.CP2.19.4, etc.; Ἀρκτούρου Th. 2.78 (pl.); Κυνός Arist.HA602a26; τῆς Πλειάδος Plb.4.37.2; later of the sun or moon, App.BC5.90, Philostr.VA6.4 (pl.), Artem.1.3 (pl.):—as explained by Gem.13.3, .=rising (ἀνατολή) of a star as the sun rises or sets (ἐ. ἀληθινή, ἑῴα ἢ ἑσπερία), or just before sunrise or after sunset (ἐ. φαινομένη). 2 rising of the wind, Palaeph. 17 (pl., s.v.l.); rise or source of a river, or perhaps=ἐπιπολή 1.1, dub.l.in GDI 5075.52 (Latos).

German (Pape)

[Seite 994] ἡ (s. ἐπιτέλλω), der Aufgang der Gestirne, im plur. ἄστρων, Eur. Phoen. 1116; περὶ ἀρκτούρου ἐπιτολάς, der Spätaufgang, in der Abenddämmerung, Thuc. 2, 78; κυνός Arist. H. A. 8, 19 u. öfter; Sp. auch von der Sonne, wie Polvacu. 7, 12; App. B. C. 5, 90; Philost. Vgl. Lob. zu Phryn. p. 125 u. ἀνατολή, – Auch ἀνέμων, Palaephat. 18, 2.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
lever d'un astre.
Étymologie: ἐπιτέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτολή: ἡ (о небесных светилах) восход (ἄστρων Eur.; Ἀρκτούρου Thuc.; Πλειάδος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτολή: ἡ, (ἐπιτέλλω ΙΙ) ἡ πρὸς τὸν ὁρίζοντα ἐμφάνισις ἀστέρος, ἄστρων Εὐρ. Φοίν. 1116· ἰδίως ὅτανὁρατός, δηλ. ὅταν συμβαίνῃ νὰ ὁρᾶται μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἐντεῦθεν: ἡ περίοδος τῆς ἐμφανίσεως ἀστέρος τινὸς ἐν τῷ οὐρανῷ, Ἱππ. π. Ἀερ. 281, Θεόφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 4, κτλ.· Ἀρκτούρου Θουκ. 1. 78· Κυνὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 11· τῆς Πλειάδος Πολύβ. 4. 37, 2: μεταγεν. ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 90, Πλούτ. 2. 889Ε, Ἀρτεμίδ. 1. 3· πρβλ. ἀνατολή. 2) ἔγερσις ἀνέμου, Παλαίφ. 18. 2· ἡ ἀρχὴ ἢ πηγὴ ποταμοῦ, Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 109.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιτολή) επιτέλλω
ανατολή, εμφάνιση αστεριού στον ορίζοντα
αρχ.-μσν.
εντολή, διαταγή
αρχ.
1. η περίοδος κατά την οποία εμφανίζεται ένα αστέρι στον ουρανό («πᾱν ἐξείργαστο περὶ ἀρκτούρου ἐπιτολάς», Θουκ.)
2. η ανατολή ενός αστεριού αμέσως πριν από την ανατολή ή μετά τη δύση του ηλίου
3. φρ. α) «ἐπιτολαὶ ἀνέμων» — έγερση ανέμου
β) «ἐπιτολαὶ ποταμοῦ» — πηγή.

Greek Monotonic

ἐπιτολή: ἡ (ἐπιτέλλωII), έγερση, εμφάνιση, ανατολή άστρου, σε Ευρ., Θουκ.

Middle Liddell

ἐπιτολή, ἡ, ἐπιτέλλω II]
the rising of a star, Eur., Thuc.

Mantoulidis Etymological

(=ἀνατολή). Ἀπό τό ἐπιτέλλω (=ἀνατέλλω).