ἰσορροπία: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /> | |btext=ας (ἡ) :<br />[[équilibre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἰσόρροπος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:40, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, equipoise, equilibrium, Pl.Phd. 109a: metaph., ἰ. τοῦ χρόνου Agath.4.25.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
équilibre.
Étymologie: ἰσόρροπος.
German (Pape)
ἡ, das Gleichgewicht; τῆς γῆς Plat. Phaed. 109a; Plut. und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
ἰσορροπία: ἡ равновесие (τῇς γῆς Plat.): ἐπὶ τῆς ἰσορροπίας μένειν Plut. = ἰσορροπεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσορροπία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν ἴσην ῥοπὴν ἢ κλίσιν πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη, Πλάτ. Φαίδ. 109Α.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἰσορροπία) ισόρροπος
η κατάσταση δυνάμεων ίσης και αντίθετης ροπής, επομένως δυνάμεων που εξουδετερώνονται αμοιβαία («ισορροπία έλξης και αντίστασης»)
νεοελλ.
1. η κατάσταση του σώματος στο οποίο ενεργούν δυνάμεις που εξουδετερώνονται μοιβαία («ισορροπία ζυγού»)
2. η στάση του σώματος με στήριξη στο ένα πόδι, στα χέρια ή στο κεφάλι
3. ισότητα δύο ή περισσότερων αντίθετων τάσεων ή ομοειδών ποσοτήτων (α. «ισορροπία πολιτική» β. «ισορροπία οικονομική»)
4. φρ. «ισορροπία διανοητική» — υγιής διανοητική κατάσταση.
Greek Monotonic
ἰσορροπία: ἡ, ισορροπία, ζύγιασμα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἰσορροπία, ἡ,
equipoise, equilibrium, Plat. [from ἰσόρροπος