εὐρωστία: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />force, vigueur.<br />'''Étymologie:''' [[εὔρωστος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[force]], [[vigueur]].<br />'''Étymologie:''' [[εὔρωστος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, stoutness, strength, Arist.Mir.830a9, D.S.17.88, PRyl.235.8 (ii A.D.); τῆς ψυχῆς Plu.Cat.Mi.44; personified, Εὐ. Ath.Mitt.32.308 (Pergam.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
force, vigueur.
Étymologie: εὔρωστος.
German (Pape)
ἡ, die Stärke, Kraft, Gesundheit, auch ψυχῆς, Plut. Cat. min. 44 und öfter; Luc.
Russian (Dvoretsky)
εὐρωστία: ἡ сила, крепость (εὐ. καὶ μέγεθος Arst.; εὐ. τῆς ψυχῆς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρωστία: ἡ, καλὴ κατάστασις τοῦ σώματος, ἰσχύς, δύναμις, Ἀριστ. π. Θαυμ. 1. 2· τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 44.
Spanish
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐρωστία) εύρωστος
1. σωματική ευεξία, ρωμαλεότητα, σφρίγος
2. καλή κατάσταση (α. «οικονομική ευρωστία» β. «τὴν δ' εὐρωστίαν τῆς ψυχῆς τιθέμενοι», Πλούτ.).
Greek Monotonic
εὐρωστία: ἡ, καλή κατάσταση του σώματος, δύναμη, ισχύ, σε Πλούτ.
Middle Liddell
εὐρωστία, ἡ,
stoutness, strength, Plut. [from εὔρωστος
Léxico de magia
ἡ poder de tipo mágico Ιαπετωλίνα ἔχω τὴν εὐρωστίαν yo, Capitolina, tengo el poder (en un hechizo amoroso) P XV 7