φαάντατος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />très brillant, le plus brillant.<br />'''Étymologie:''' Sp. d'un adj. inus. de [[φαίνω]]. | |btext=η, ον :<br />[[très brillant]], [[le plus brillant]].<br />'''Étymologie:''' Sp. d'un adj. inus. de [[φαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Latest revision as of 18:55, 8 January 2023
English (LSJ)
η, ον, Epic Sup. of φαεινός, brightest, ἀστήρ Od. 13.93.
German (Pape)
[Seite 1249] unregelm. superl. zu φαεινός, der glänzendste, hellste, ἀστήρ Od. 13, 93.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
très brillant, le plus brillant.
Étymologie: Sp. d'un adj. inus. de φαίνω.
English (Autenrieth)
sup. (root φαϝ): most brilliant, Od. 13.93†.
Greek Monolingual
-άτη, -ον, Α
(επικ. τ.) (υπερθ. του φαεινός) φωτεινότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φăᾱν-τατος (< φαFeντα-τος, με διέκταση, πρβλ. φόως: φῶς) έχει σχηματιστεί - από ένα θ. φαF-εν παρλλ. του σιγμόληκτου φαFεσ- του φάος / φῶς (για τις μορφές αυτές του θ. βλ. λ. φαείνω) με την κατάλ. -τατος του υπερθετικού βαθμού].
Russian (Dvoretsky)
φαάντᾰτος: [superl. к φαεινός
1 ярчайший (ἀστήρ Hom.);
2 перен. светлейший, пресветлый (βασιλεύς Anth.).