ἄχυρον: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
m (Text replacement - "down" to "down") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />paille, chaume.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[ἄχνη]]. | |btext=ου (τό) :<br />[[paille]], [[chaume]].<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[ἄχνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:15, 8 January 2023
English (LSJ)
[ᾰ], τό, mostly in plural ἄχυρα, A chaff, bran, husks left after threshing or grinding, Hdt.4.72, Pherecr.161, Antiph.226.2, X. Oec.18.1; ἐν τοῖς ἀ. κυλινδομένην Hermipp.47: sg., Thphr.HP8.4.1, Ev.Matt.3.12, etc.: prov., ὄνος εἰς ἄχυρα 'pig in clover', of unexpected good fortune, Philem.188, cf. Ar.Fr.76: metaph., ἄχυρα τῶν ἀστῶν, of μέτοικοι, Id.Ach.508; ἄχυρα ἀπὸ τοῦ τοίχου ἀποσπᾶν, of dying persons, Hp.Prog.4. II in plural, ἄ. χρυσοχοϊκά slag from gold-smelting, PHolm.5.7.
Spanish (DGE)
(ἄχῡρον) -ου, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
I paja καθήραντες ἐμπιπλᾶσι (τὴν κοιλίην) ἀχύρων a pers. y caballos en un rito funerario escita, Hdt.4.72, ἔχεις ἄχυρα καὶ χνοῦν Ar.Fr.78, τὴν κοτταβικὴν ἐν τοῖς ἀχύροισι κυλινδομένην Hermipp.47, χαλεπὸν γὰρ οἶμαι ... γίγνεται ἀντίον ἀχύρων καὶ ἀθέρων θερίζειν X.Oec.18.1, ἥδιον δὲ καὶ τὸ ἄχυρον τοῦ κριθίνου τὸ πύρινον Thphr.HP 8.4.1, cf. Eu.Matt.3.12, Χαιρήμων ἀχύρου πολλὸν ἐλαφρότερος AP 11.106 (Lucill.), βοῶν ... ἄχυρον ἐσθιόντων Longus 3.3.4, fig. ref. a algo sin valor σοὶ ταῦτα ... χρήματα, ἐμοὶ δὲ ἄχυρα Philostr.VA 1.39
•como material de construcción en el adobe ἀπὸ τοῦ τοίχου ἄχυρα σπώσας arrancando las pajitas de la pared Hp.Prog.4, cf. Plb.1.19.13, Aen.Tact.29.6, 32.3, SB 9699.388 (I d.C.), PVatic.Aphrod.1.34 (VI d.C.)
•en prov. ὄνος ... εἰς ἄχυρα ref. a una buena suerte inesperada, Philem.158.
2 salvado usado como alimento τὴν γαστέρ' ᾔων κἀχύρων σεσαγμένους Pherecr.172, τὸ δεῖπνόν ἐστιν μᾶζα κεχαρακωμένη ἀχύροις Antiph.226.2, cf. Polyaen.4.3.32, τιμὴ τοῦ ἀχύρου POxy.3404.14 (IV d.C.), cf. 3411.7 (IV d.C.), PAnt.200.6 (IV d.C.), ἀπετηταὶ ἀχύρου recaudadores del impuesto del salvado, PCair.Isidor.53.16 (IV d.C.), ἀχύρου λίτρας PN.York 11a.42, 53 (IV d.C.), fig. ἄχυρα τῶν ἀστῶν de los metecos, Ar.Ach.508
•gener. cáscara o cascabillo διαχωρεῖ μὲν διὰ τὸ ἄχυρον τὸ ἔξω es laxante a causa de la cascara exterior ref. al sésamo, Hp.Vict.2.45, κάχρυς σὺν τοῖσιν ἀχύροισι Hp.Morb.2.67, cf. Theoc.10.49, Dieuch.14.15, Orib.4.8.2.
II residuos, escoria ἄχυρα χρυσοχοϊκά de la fundición del oro PHolm.19.
• Etimología: Tema en -r de la misma raíz *H2ekHu̯3- de ἄχνη q.u., pero en grado ø *H2kHu̯3- y ῠ, rel. c. lat. acus.
German (Pape)
[Seite 420] τό, gew. im plur., Her. 4, 72 u. Folgde, Spreu; ausgedroschene oder ausgemahlene Hülsen (Hacheln?), gew. im plur., Her. 4, 72 u. Xen.; τοὺς γὰρ μετοίκους ἄχυρα τῶν ἀστῶν λέγω Ar. Ach. 508; Matth. 3, 12; ὄνος βαδίζεις εἰς ἄχυρα τραγημάτων Philem. Ath. II, 52 e; cf. Diogen. 6, 91 u. ἀχυρών.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
paille, chaume.
Étymologie: DELG apparenté à ἄχνη.
Russian (Dvoretsky)
ἄχῠρον: (ᾰ) τό (преимущ. pl.) Her., Xen., Plut., Anth. = ἀύρμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχυρον: [ἄ], τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἄχυρα, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ἡρόδ. 4. 72, πρβλ. Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 14· ἐν τοῖς ἀχ. κυλινδουμένην Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2· ὁ ἑνικ. ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 4, 1, κτλ.· παροιμ. ὄνος εἰς ἄχυρα, ἐπὶ τῶν παρ’ ἐλπίδας εἰς ἀγαθὰ ἐμπιπτόντων καὶ τούτοις ἀπολαυστικῶς χρωμένων, Φώτ.· ― μεταφ. τοὺς γὰρ μετοίκους ἄχυρα τῶν ἀστῶν λέγω Ἀριστοφ. Ἀχ. 508· ἄχυρα ἀπὸ τοῦ τοίχου ἀποσπᾶν, ἐπὶ ἀποθνησκόντων ἀνθρώπων Ἱππ. Προγν. 38.
English (Strong)
perhaps remotely from cheo (to shed forth); chaff (as diffusive): chaff.
English (Thayer)
ἀχύρου, τό, "a stalk of grain from which the kernels have been beaten out; straw broken up by a threshing-machine, chaff": Herodotus 4,72; Xenophon, oec. 18. 1,2, 6 down; mostly in plural τά ἄχυρα; in Sept. also of the chaff accustomed to being driven away by the wind.)
Greek Monotonic
ἄχῠρον: [ᾰ], τό, κυρίως στον πληθ. ἄχυρα, τσόφλια, άχυρα, πίτουρα, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἄχυρατῶν ἀστῶν, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
mostly in plural ἄχυρα, husks, chaff, bran, Hdt.; metaph., ἄχυρα τῶν ἀστῶν Ar.
Chinese
原文音譯:¥curon 阿虛朗
詞類次數:名詞(2)
原文字根:糠
字義溯源:糠^,外殼;或源自(Χερούβ)X=灌注,發散*)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 糠(2) 太3:12; 路3:17
Mantoulidis Etymological
Πιθανόν συγγενικό μέ τό ἄχνη.