ἱεροκῆρυξ: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=υκος (ὁ) :<br />héraut des sacrifices, héraut sacré.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[κῆρυξ]].
|btext=υκος (ὁ) :<br />[[héraut des sacrifices]], [[héraut sacré]].<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[κῆρυξ]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 19:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροκῆρῠξ Medium diacritics: ἱεροκῆρυξ Low diacritics: ιεροκήρυξ Capitals: ΙΕΡΟΚΗΡΥΞ
Transliteration A: hierokē̂ryx Transliteration B: hierokēryx Transliteration C: ierokiryks Beta Code: i(erokh=ruc

English (LSJ)

ῡκος, ὁ, herald or attendant at a sacrifice, D.59.78, Herm.Hist.2, prob. in IG12.6.89, cf. Supp.Epigr.2.258.23 (Delph., iii B.C.), SIG577.33 (Milet., iii/ii B.C.), OGI332.43 (Elaea, ii B.C.), etc.: Dor. ἱεροκᾶρυξ IG12(1).155.31 (Rhodes, ii B.C.).

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ) :
héraut des sacrifices, héraut sacré.
Étymologie: ἱερός, κῆρυξ.

German (Pape)

[Seite 1241] υκος, ὁ, Opferherold, Opferdiener; Dem. 59, 78; Hermias Ath. IV, 149 e; Inscr., die auch das Verbum ἱεροκηρυκέω haben.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροκῆρυξ: ῡκος ὁ глашатай или служитель при жертвоприношениях Dem.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱεροκῆρυξ, -υκος, Α δωρ. τ. ἱεροκᾶρυξ)
αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο
νεοελλ.
αρχιμανδρίτης, πρεσβύτερος ή λαϊκός θεολόγος, εντεταλμένος από την εκκλησιαστική αρχή να κηρύσσει τον λόγο του θεού
αρχ.
κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσίαβούλομαι δ' ὑμῖν καὶ τὸν ἱεροκήρυκα καλέσαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + κήρυξ. Η λ. ήδη στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που κηρύσσει τον θείο λόγο].

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροκήρυξ: -ῡκος, ὁ, ὁ κήρυξ ἢ ὑπηρέτης ἐν θυσίᾳ, Δημ. 1371. 16, Ἑρμίας παρ’ Ἀθην. 149Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 184,-5,-8b, 190-4, κ. ἀλλ.· Δωρ. ἱεροκάρυξ, ὁ αὐτ. 2525b. 31. ― Ἐν τῇ Ἐκκλησιαστ. γλώσσῃ, τὸ ἱεροκήρυξ τίθεται ἐπὶ τῶν ἱερῶν συγγγραφέων, ὡσαύτως καὶ ἐπὶ τῶν κηρυττόντων τὸν θεῖον λόγον ἐν τοῖς Χριστιανικοῖς ναοῖς, Ἀριστέας 21, Μεθόδ. 348Α, Εὐστ. Ἀντ. 613Α, Διδ. Ἀλ. 553Β, Συνέσ. 1413Α.

Middle Liddell

ἱερο-κῆρυξ, ῡκος, ὁ,
the herald at a sacrifice, Dem.

Greek Monotonic

ἱεροκῆρυξ: -ῡκος, ὁ, κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσία, σε Δημ.