δίζυξ: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
m (Text replacement - "op." to "op.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-[[ζυγός]] (ὁ, ἡ)<br />attelé à deux.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[ζεύγνυμι]].
|btext=-[[ζυγός]] (ὁ, ἡ)<br />[[attelé à deux]].<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[ζεύγνυμι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 10:39, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίζυξ Medium diacritics: δίζυξ Low diacritics: δίζυξ Capitals: ΔΙΖΥΞ
Transliteration A: dízyx Transliteration B: dizyx Transliteration C: dizyks Beta Code: di/zuc

English (LSJ)

ζῠγος, double-yoked, ἵπποι Il.5.195, 10.473; double, δίζυγος ἠπείροιο AP4.3b.40 (Agath.); δ. χαλκός castanets, ib.9.139 (Claudian): neut. pl., δίζυγα ξύλα IG12(9).907.30 (Chalcis); δίζυγι πυρί Nonn.D.22.352; δ. κῶλα having two bones (cf. διζυγής), Paul. Aeg.6.107.

Spanish (DGE)

-ῠγος
1 en plu. uncidos de dos en dos δίζυγες ἵπποι Il.5.195, 10.473.
2 doble, que consta de dos partes δ. ... χαλκός de los crótalos AP 9.139 (Claudianus), αὐλός Nonn.D.8.17, συνωρὶς δ. παίδων Nonn.D.9.96, εὐεπίη AP 16.316 (Michaelius), op. μονόζυξ: ξύλα IG 12(9).907.30 (Calcis IV d.C.), δίζυγα κῶλα miembros que tienen dos huesos Paul.Aeg.6.107.2
doble, que consiste en dos μαζός Nonn.D.9.97, πῦρ Nonn.D.22.352, δίζυγος ἠπείροιο ... κεραίη AP 4.86, cf. 9.482 (ambos Agath.)
c. plu. dos δίζυγες ... υἱέες dos hijos, IEryth.303.2 (heleníst.), δίζυγες ... πόδες Nonn.D.9.179
de dos en dos περόωσι ... δίζυγες ἄλλοι Opp.H.1.444.

German (Pape)

[Seite 623] υγος, zweispännig, zu zweien zusammengespannt; Homer zweimal, Iliad. 5, 195. 10, 473 παρὰ δέ σφιν ἑκάστῳ δίζυγες ἵπποι

French (Bailly abrégé)

-ζυγός (ὁ, ἡ)
attelé à deux.
Étymologie: δίς, ζεύγνυμι.

English (Autenrieth)

υγος (ζεύγνῦμι): pl., yoked two abreast, Il. 5.195 and Il. 10.473.

Greek Monolingual

δίζυξ, ο, η και διζυγής, -ές (Α)
1. (για ζώα) ο ζευγμένος με άλλον
2. διπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -ζυξ < (θ.) ζυγ- του εζύγην, παθητικός αόρ. β' του ζεύγνυμι (πρβλ. άζυξ, ομόζυξ, σύζυξ)].

Greek Monotonic

δίζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ (ζυγόν), αυτός που βρίσκεται μαζί με κάποιον άλλο στο ζυγό, ἵπποι, σε Ομήρ. Ιλ.· διπλός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δίζυξ: ῠγος adj.
1 запряженный в паре: δίζυγες ἵπποι Hom. пароконная запряжка;
2 двойной: δ. ἤπειρος Anth. два (оба) материка, т. е. Европа и Африка.

Middle Liddell

δί-ζυξ, ζῠγος, ὁ, ἡ, n ζυγόν
double-yoked, ἵπποι Il.: double, Anth.