οὔτοι: Difference between revisions
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />non certes, non cependant, en vérité non.<br />'''Étymologie:''' [[οὐ]], [[τοι]]. | |btext=<i>adv.</i><br />[[non certes]], [[non cependant]], [[en vérité non]].<br />'''Étymologie:''' [[οὐ]], [[τοι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:10, 9 January 2023
English (LSJ)
or οὔ τοι, Adv. indeed not, Il.1.298, 515, 3.65, 4.29, Hes. Op. 759, etc.: in Att. freq. before protestations, οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρα Ar. Pl.64; οὔτοι… μὰ τὸν Ἀπόλλω Id.V.1366; οὔτοι μὰ τὴν Γῆν Id.Pax 188; μὰ τὸν Δί' οὔτοι γε Id.Th.34; μὰ τὸν Δί' οὐ τοίνυν Id.V.1141 (cf. τοίνυν) ; ἀλλ' οὔτοι… γε S.El.137 (lyr.), etc.; οὔτοι δή Pl.Cri.43d; οὔτοι δὴ… γε Id.Euthphr.2a, etc.; οὔτοι μὲν οὖν Id.Phdr.271b; οὔτοι πότε never indeed, S.Ant.522, etc.; οὔτοι ποτέ… γε Id.OT852; cf. οὔ τἄν, οὔ τἄρα. (οὔτοι is freq. confounded with οὔτι.)
German (Pape)
[Seite 421] doch nicht, gewiß nicht, wahrlich nicht, Hom. u. Folgde, auch getrennt geschrieben und durch dazwischentretende Partikeln getrennt; oft bei den Tragg.; auch in Prosa; οὔτοι μὲν οὖν, Plat. Phaedr. 271 b; ἀλλ' οὔτοι τούτων γε οὐδεμίαν οἶμαί σε βούλεσθαι ῥητορικὴν καλεῖν Gorg. 450 e; Legg. II, 656 c; οὔτοι δή, Crit. 43 d; mit γέ, Alc. I, 124 d.
French (Bailly abrégé)
adv.
non certes, non cependant, en vérité non.
Étymologie: οὐ, τοι.
Russian (Dvoretsky)
οὔτοι: adv. тж. раздельно поистине (право, совсем, нисколько, конечно) не: ἢ τὸ πλοῖον ἀφῖκται ἐκ Δήλου; - Οὔ. δὴ ἀφῖκται, ἀλλὰ δοκεῖ μέν μοι ἥξειν τήμερον Plat. разве пришел корабль из Делоса? - Да нет, не пришел, но кажется мне, что придет сегодня; οὔ. μὰ τὴν Δήμητρα Arph. ну нет, клянусь Деметрой.
Greek (Liddell-Scott)
οὔτοι: ἢ οὔ τοι, Ἀπίρρ., ὄντως οὐχί, βεβαίως οὐχί, Λατ. non sane, Ὅμ., Ἡσ., κλ.· παρ’ Ἀττ. συχν. πρὸ διαμαρτυρίας, οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρα Ἀριστοφ. Πλ. 64· οὔτοι... μὰ τὸν Ἀπόλλω ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1366· οὔτοι μὰ τὴν Γῆν Εἰρ. 188· μὰ τὸν Δί’ οὔτοι γε Θεσμ. 34· μὰ τὸν Δί’ οὐ τοίνυν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1141 (πρβλ. τοίνυν)· ἀλλ’ οὔτοι γε Σοφ. Ἠλ. 137, κτλ.· οὔτοι δὴ Πλάτ. Κρίτων 43D· οὔτοι δὴ ... γε ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρονι 2Α, κλ.· οὔτοι μενοῦν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 271Β· οὔτοι ποθ’, ὄντως οὐδέποτε, Σοφοκλ. Ἀντ. 522, κτλ.· οὔτοι ποτὲ ... γε ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 852· πρβλ. οὔ τἄν, οὔ τἆρα. (τὸ οὔτοι συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ οὔτι).
English (Autenrieth)
English (Slater)
Greek Monolingual
οὔτοι και οὔ τοι (Α)
επίρρ.
1. βεβαίως όχι, πραγματικά όχι («χερσὶ μὲν οὔτοι ἐγὼ γε μαχήσομαι εἵνεκα κούρης», Ομ. Ιλ.)
2. (με το πότε) όντως ουδέποτε («ούτοι ποθ' ουχθρούς, ουδ' όταν θάνῃ», Σοφ.).
Greek Monotonic
οὔτοι: ή οὔτοι, επίρρ., πράγματι, όχι, στ' αλήθεια όχι, Λατ. non sane, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· στην Αττ. πριν από τους όρκους, οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρα, μὰ τὸν Ἀπόλλω, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
indeed not, Lat. non sane, Hom., Hes., etc.; in attic before oaths, οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρα, μὰ τὸν Ἀπόλλω Ar., etc.