ἀπηλεγέως: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />sans s'inquiéter, ouvertement, franchement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀλέγω]]. | |btext=<i>adv.</i><br />[[sans s'inquiéter]], [[ouvertement]], [[franchement]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀλέγω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:10, 9 January 2023
English (LSJ)
Adv. without caring for anything, outright, bluntly, Hom. only in phrase μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν Il.9.309, Od.1.373; ἀ. πεπύθοιτο A.R.4.1469; νίσσετ' ἀπηλεγέως straightforwards, without looking about, Id.1.785; sternly, 4.687; prob.f.l. for ἀνηλεγέως, Q.S.1.226:—also ἀπηλεγές, Nic.Th.495, Opp.C.2.510. (From ἀλέγω, like νηλεγής, ἀνηλεγής.)
French (Bailly abrégé)
adv.
sans s'inquiéter, ouvertement, franchement.
Étymologie: ἀπό, ἀλέγω.
German (Pape)
adv. zu ἀπηλεγής, Hom. zweimal, Il. 9.309, Od. 1.373 μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν (ἀποείπω), gerade heraus; μῦθον ἀ. ἀγόρευεν, h.Merc. 362; ὡς φάτο Ap.Rh. 2.25; νίσσομαι 1.785; τύπτειν Qu.Sm. 1.226. Ebenso ἀπηλεγές, Opp. Cyn. 2.510; Nic. Ther. 495, neben διαμπερές, d.i. genau, Schol. ἀκριβῶς καὶ συντόμως.
Russian (Dvoretsky)
ἀπηλεγέως: откровенно, прямо, без обиняков (μῦθον ἀποειπεῖν Hom. или ἀγορεύειν HH).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπηλεγέως: Ἐπίρρ. τοῦ ἐπιθ. ἀπηλεγής, ές, (ὅπερ ἀπαντᾷ παρὰ Γρηγ. Ναζ.), ἀφροντίστως, ἀποτόμως, σκληρῶς, ἀπαγορευτικῶς, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ φράσει, μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν Ἰλ. Ι. 309, Ὀδ. Α. 373· οὕτω, νίσσετ’ ἀπηλεγέως, συντόνως, μὴ περιβλέπων τῇδε κἀκεῖσε, Ἀπολλ. Ῥόδ. Α. 785: ― Ὡσαύτως, ἀπηλεγές, Νικ. Θ. 495, Ὀππ. Κ. 2. 510. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀλέγω ὡς νηλεγής, ἀνηλεγής).
English (Autenrieth)
(ἀλέγω): without scruple; μῦθον ἀποειπεῖν, Od. 1.373 and Il. 9.309.
Greek Monolingual
ἀπηλεγέως επίρρ. (Α)
1. σκληρά, αυστηρά
2. απερίφραστα.
Greek Monotonic
ἀπηλεγέως: επίρρ. σχημ. από επίθ. ἀπ-ηλεγής (ἀπό, ἀλέγω), χωρίς μέριμνα για τίποτε, χωρίς περίσκεψη για τις συνέπειες, ανόητα· μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν, σε Όμηρ.
Middle Liddell
[formed as if from *ἀπηλεγής (ἀπὸ, ἀλέγω)]
without caring for anything, reckless of consequences, bluntly, μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν Hom.