σεβασμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sevasmos
|Transliteration C=sevasmos
|Beta Code=sebasmo/s
|Beta Code=sebasmo/s
|Definition=ὁ, = [[σέβασις]], OGI 383.80 (Commagene, i BC), cf. DS. 1.83; σεβασμὸν [[ἀποδοῦναι]] Aristeas 179; τὸν περὶ τῶν [[θεῶν]] σ. Placit. 1.6.9, cf. SIG 867.36 (ii AD); περὶ τοὺς [[βασιλέας]] Str. 11.13.9; σ. τοῦ [[σοφοῦ]] Epicur. ''Sent.Vat.'' 32; τὸν σ. τοῦ [[λόγου]] M.Ant 4.16; ἀρχὴ [[σεβασμοῦ]] [[μεστή]] [[of majesty]], DH. 6.81; pl., Orph. ''H.'' 17.8 bis, DH. 2.75.<br><b class="num"></b>[[ritual]], Gal. 12.173.
|Definition=ὁ,<br><b class="num">1</b>= [[σέβασις]] ([[reverence]], [[veneration]], [[worship]]), OGI 383.80 (Commagene, i BC), cf. DS. 1.83; σεβασμὸν [[ἀποδοῦναι]] Aristeas 179; τὸν περὶ τῶν θεῶν σ. Placit. 1.6.9, cf. SIG 867.36 (ii AD); περὶ τοὺς [[βασιλέας]] Str. 11.13.9; σ. τοῦ σοφοῦ Epicur. ''Sent.Vat.'' 32; τὸν σ. τοῦ λόγου M.Ant 4.16; ἀρχὴ σεβασμοῦ μεστή = [[of majesty]], DH. 6.81; pl., Orph. ''H.'' 17.8 bis, DH. 2.75.<br><b class="num">2</b>[[ritual]], Gal. 12.173.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[σέβασις]].<br />'''Étymologie:''' [[σεβάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[σέβασις]].<br />'''Étymologie:''' [[σεβάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σεβασμός:''' ὁ [[почитание]], [[культ]] ([[θεῶν]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[σεβάζομαι]]<br />το να σέβεται [[κανείς]] κάποιον, να τον υπολήπτεται και να τον τιμά, [[σέβας]] (α. «[[σεβασμός]] [[προς]] τους γονείς» β. «τὸν περὶ τῶν θεῶν σεβασμόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τήρηση]] (α. «[[σεβασμός]] τών συμφωνιών» β. «[[σεβασμός]] της εκεχειρίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τρέφω]] σεβασμό για κάποιον» — [[σέβομαι]] κάποιον, τον έχω σε [[υπόληψη]] («τρέφει μεγάλο σεβασμό στους ανωτέρους του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αντικείμενο]] του σεβασμού<br /><b>2.</b> [[ιεροτελεστία]], λατρευτικό [[τυπικό]].
|mltxt=ο, ΝΑ [[σεβάζομαι]]<br />το να σέβεται [[κανείς]] κάποιον, να τον υπολήπτεται και να τον τιμά, [[σέβας]] (α. «[[σεβασμός]] [[προς]] τους γονείς» β. «τὸν περὶ τῶν θεῶν σεβασμόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τήρηση]] (α. «[[σεβασμός]] τών συμφωνιών» β. «[[σεβασμός]] της εκεχειρίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τρέφω]] σεβασμό για κάποιον» — [[σέβομαι]] κάποιον, τον έχω σε [[υπόληψη]] («τρέφει μεγάλο σεβασμό στους ανωτέρους του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αντικείμενο]] του σεβασμού<br /><b>2.</b> [[ιεροτελεστία]], λατρευτικό [[τυπικό]].
}}
{{elru
|elrutext='''σεβασμός:''' ὁ [[почитание]], [[культ]] ([[θεῶν]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 13:43, 19 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεβασμός Medium diacritics: σεβασμός Low diacritics: σεβασμός Capitals: ΣΕΒΑΣΜΟΣ
Transliteration A: sebasmós Transliteration B: sebasmos Transliteration C: sevasmos Beta Code: sebasmo/s

English (LSJ)

ὁ,
1σέβασις (reverence, veneration, worship), OGI 383.80 (Commagene, i BC), cf. DS. 1.83; σεβασμὸν ἀποδοῦναι Aristeas 179; τὸν περὶ τῶν θεῶν σ. Placit. 1.6.9, cf. SIG 867.36 (ii AD); περὶ τοὺς βασιλέας Str. 11.13.9; σ. τοῦ σοφοῦ Epicur. Sent.Vat. 32; τὸν σ. τοῦ λόγου M.Ant 4.16; ἀρχὴ σεβασμοῦ μεστή = of majesty, DH. 6.81; pl., Orph. H. 17.8 bis, DH. 2.75.
2ritual, Gal. 12.173.

German (Pape)

[Seite 867] ὁ, = σέβασις; D. Hal. 6, 81, oft; auch θεῶν, Plut. plac. phil. 1, 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. σέβασις.
Étymologie: σεβάζω.

Russian (Dvoretsky)

σεβασμός:почитание, культ (θεῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σεβασμός: ὁ, = σέβασις, ὡς καὶ νῦν, θεῶν Πλούτ. 2. 879F, Κλήμ. Ἀλ. 42· ἀρχὴ σεβασμοῦ μεστή, πλήρης μεγαλείου, Διον. Ἁλ. 6. 81· ἐν τῷ πληθ., Ὀρφ. Ὕμν. 17. 18, ἴδε Διον. Ἁλ. 2. 75.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σεβάζομαι
το να σέβεται κανείς κάποιον, να τον υπολήπτεται και να τον τιμά, σέβας (α. «σεβασμός προς τους γονείς» β. «τὸν περὶ τῶν θεῶν σεβασμόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. τήρηση (α. «σεβασμός τών συμφωνιών» β. «σεβασμός της εκεχειρίας»)
2. φρ. «τρέφω σεβασμό για κάποιον» — σέβομαι κάποιον, τον έχω σε υπόληψη («τρέφει μεγάλο σεβασμό στους ανωτέρους του»)
αρχ.
1. το αντικείμενο του σεβασμού
2. ιεροτελεστία, λατρευτικό τυπικό.