νεωτερισμός: Difference between revisions
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neoterismos | |Transliteration C=neoterismos | ||
|Beta Code=newterismo/s | |Beta Code=newterismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[attempt to change]]; especially in bad sense, [[innovation]], [[revolutionary movement]], Pl.R.422a, 555d, D.17.15, etc.: pl., Pl.Lg.758c; [[ἔφορος]] ἐπὶ τῶν νεωτερισμῶν, [[title]] of [[official]] at [[Sparta]], BSA27.234 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> generally, [[change]], as of diet, Sabin. ap. Gal.17(1).562. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />goût <i>ou</i> [[penchant pour les nouveautés]] ; [[innovation]], [[révolution]].<br />'''Étymologie:''' [[νεωτερίζω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Neuerungslust]], [[Neuerung]]</i>, bes. im Staate, und im [[schlimmern]] [[Sinne]], <i>[[Staatsumwälzung]], [[Aufwiegelung]]</i>, Plat. <i>Rep</i>. VIII.555d, <i>Legg</i>. VI.758c und Sp., wie Plut. <i>Thes</i>. 32, <i>Lys</i>. 24; Luc. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεωτερισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[страсть к новшествам]], тж. [[стремление к переворотам]], [[мятежность]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[мятеж]], [[восстание]] Dem., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεωτερισμός''': ὁ, [[ἐπιχείρησις]] πρὸς μεταβολήν· ἰδίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[κίνησις]], [[στάσις]], rerum novarum studium, Πλάτ. Ρητ. 422Α, 555D, Δημ. 215· 26, κλ.· ἐν τῷ πληθ. Πλάτ. Νόμ. 758C· πρβλ. [[νεωτερίζω]]. | |lstext='''νεωτερισμός''': ὁ, [[ἐπιχείρησις]] πρὸς μεταβολήν· ἰδίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[κίνησις]], [[στάσις]], rerum novarum studium, Πλάτ. Ρητ. 422Α, 555D, Δημ. 215· 26, κλ.· ἐν τῷ πληθ. Πλάτ. Νόμ. 758C· πρβλ. [[νεωτερίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεωτερισμός:''' ὁ, [[καινοτομία]], επαναστατική [[κίνηση]], σε Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''νεωτερισμός:''' ὁ, [[καινοτομία]], επαναστατική [[κίνηση]], σε Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[νεωτερισμός]], οῦ, ὁ, [from [[νεωτερίζω]]<br />[[innovation]], [[revolutionary]] [[movement]], Plat., etc. | |mdlsjtxt=[[νεωτερισμός]], οῦ, ὁ, [from [[νεωτερίζω]]<br />[[innovation]], [[revolutionary]] [[movement]], Plat., etc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[revolution]], [[desire for revolution]], [[plot to upset the government]], [[political disturbance]], [[political movement]], [[political upheaval]], [[reform of the constitution]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:08, 3 April 2023
English (LSJ)
ὁ,
A attempt to change; especially in bad sense, innovation, revolutionary movement, Pl.R.422a, 555d, D.17.15, etc.: pl., Pl.Lg.758c; ἔφορος ἐπὶ τῶν νεωτερισμῶν, title of official at Sparta, BSA27.234 (ii A.D.).
2 generally, change, as of diet, Sabin. ap. Gal.17(1).562.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
goût ou penchant pour les nouveautés ; innovation, révolution.
Étymologie: νεωτερίζω.
German (Pape)
ὁ, Neuerungslust, Neuerung, bes. im Staate, und im schlimmern Sinne, Staatsumwälzung, Aufwiegelung, Plat. Rep. VIII.555d, Legg. VI.758c und Sp., wie Plut. Thes. 32, Lys. 24; Luc.
Russian (Dvoretsky)
νεωτερισμός: ὁ
1 страсть к новшествам, тж. стремление к переворотам, мятежность Plat.;
2 мятеж, восстание Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νεωτερισμός: ὁ, ἐπιχείρησις πρὸς μεταβολήν· ἰδίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, κίνησις, στάσις, rerum novarum studium, Πλάτ. Ρητ. 422Α, 555D, Δημ. 215· 26, κλ.· ἐν τῷ πληθ. Πλάτ. Νόμ. 758C· πρβλ. νεωτερίζω.
Greek Monolingual
ο (Α νεωτερισμός) νεωτερίζω
1. (γενικά) ενέργεια που γίνεται προκειμένου να επιτευχθεί μεταβολή, πρωτοτυπία καινοτομία
νεοελλ.
1. μεταβολή στη σκέψη, στις αντιλήψεις ή στον τρόπο ζωής, υιοθέτηση νέων ιδεών ή συστημάτων
2. μόδα, συρμός
3. (στο εμπόριο) νέες μορφές και νέοι τύποι αγαθών που προσφέρονται στην κατανάλωση κατά τις επιταγές της μόδας
4. (οικον.) οι καινοτομίες στην αξιοποίηση τεχνικών και οικονομικών ιδεών και εφευρέσεων που γίνονται από επιχειρηματίες με σκοπό την αύξηση της κατανάλωσης τών παραγόμενων ειδών και τών κερδών τους
5. φρ. «κατάστημα νεωτερισμών» — παρωχημένος όρος για εμπορικά καταστήματα ειδών μόδας
αρχ.
1. στάση, κίνημα, επανάσταση
2. μεταβολή στον τρόπο διατροφής
3. φρ. «ἔφορος επὶ τῶν νεωτερισμῶν» — τίτλος δικαστικού υπαλλήλου στη Σπάρτη.
Greek Monotonic
νεωτερισμός: ὁ, καινοτομία, επαναστατική κίνηση, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
νεωτερισμός, οῦ, ὁ, [from νεωτερίζω
innovation, revolutionary movement, Plat., etc.
English (Woodhouse)
revolution, desire for revolution, plot to upset the government, political disturbance, political movement, political upheaval, reform of the constitution