Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωπώ: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(40)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=σωπῶ, -άω, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σιωπώ]].
|mltxt=[[σιωπῶ]], [[σιωπάω]], ΝΜΑ, και [[σωπώ]] Ν, και [[σωπῶ]], [[σωπάω]], ΜΑ<br /><b>(αμτβ.)</b> [[τηρώ]] [[σιωπή]], [[μένω]] [[σιωπηλός]], [[σωπαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />δεν ηχώ ή [[παύω]] να ηχώ («η [[καμπάνα]] σιώπησε»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καθίσταμαι [[βουβός]], [[χάνω]] τη [[φωνή]] μου, βουβαίνομαι<br /><b>2.</b> (για μέλισσες) [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]]<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[φυλάγω]] [[κάτι]] [[μυστικό]], το [[αποσιωπώ]] («σιωπᾱν τά γε δίκαι' οὐ χρή ποτε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>σιωπῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />[[επιβάλλω]] [[σιωπή]] σε κάποιον, τον [[κάνω]] να σιωπήσει («ὁ [[κήρυξ]]... σιωπησάμενος τὰ πλήθη», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ τὸ σιωπώμενον» — [[κατά]] [[εικασία]], [[κατά]] υποκειμενική [[αντίληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[σιωπή]], <i>σιωπῶ</i> προέρχονται από [[ονοματοποιία]] και [[είναι]] πιθ. εκφραστικοί τύποι, οι οποίοι έχουν προέλθει από την [[οικογένεια]] τών [[σῖγα]], [[σιγή]], <i>σιγῶ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σῖγα]]), και, [[κατά]] μία [[άποψη]], όχι ιδιαίτερα πιθανή, έχουν σχηματιστεί με συμφυρμό τών [[σιγή]], <i>σιγῶ</i> με το λατ. <i>sopio</i> «[[κοιμίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 08:26, 5 April 2023

Greek Monolingual

σιωπῶ, σιωπάω, ΝΜΑ, και σωπώ Ν, και σωπῶ, σωπάω, ΜΑ
(αμτβ.) τηρώ σιωπή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω
νεοελλ.
δεν ηχώ ή παύω να ηχώ («η καμπάνα σιώπησε»)
αρχ.
1. καθίσταμαι βουβός, χάνω τη φωνή μου, βουβαίνομαι
2. (για μέλισσες) ησυχάζω, ηρεμώ
3. (μτβ.) φυλάγω κάτι μυστικό, το αποσιωπώ («σιωπᾱν τά γε δίκαι' οὐ χρή ποτε», Ευρ.)
4. μέσ. σιωπῶμαι, -άομαι
επιβάλλω σιωπή σε κάποιον, τον κάνω να σιωπήσει («ὁ κήρυξ... σιωπησάμενος τὰ πλήθη», Πολ.)
5. φρ. «κατὰ τὸ σιωπώμενον» — κατά εικασία, κατά υποκειμενική αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. σιωπή, σιωπῶ προέρχονται από ονοματοποιία και είναι πιθ. εκφραστικοί τύποι, οι οποίοι έχουν προέλθει από την οικογένεια τών σῖγα, σιγή, σιγῶ (βλ. λ. σῖγα), και, κατά μία άποψη, όχι ιδιαίτερα πιθανή, έχουν σχηματιστεί με συμφυρμό τών σιγή, σιγῶ με το λατ. sopio «κοιμίζω»].