ἄκουρος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akouros | |Transliteration C=akouros | ||
|Beta Code=a)/kouros | |Beta Code=a)/kouros | ||
|Definition=ον, (κοῦρος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[childless]], [[without male heir]], <span class="bibl">Od.7.64</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (κουρά) [[unshaven]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>476</span>, Lyc.976, <span class="bibl">Str.10.3.6</span>.</span> | |Definition=ον, ([[κοῦρος]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[childless]], [[without male heir]], <span class="bibl">Od.7.64</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> ([[κουρά]]) [[unshaven]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>476</span>, Lyc.976, <span class="bibl">Str.10.3.6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄκουρος:''' [[не имеющий сыновей]] Hom.<br />нестриженный ([[ὑπήνη]] Arph.). | |elrutext='''ἄκουρος:''' [[не имеющий сыновей]] Hom.<br />[[нестриженный]] ([[ὑπήνη]] Arph.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:42, 7 May 2023
English (LSJ)
ον, (κοῦρος) A childless, without male heir, Od.7.64. II (κουρά) unshaven, Ar.V.476, Lyc.976, Str.10.3.6.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene hijo varón τὸν μὲν ἄ. ἐόντα βάλ' ... Ἀπόλλων Od.7.64.
• Diccionario Micénico: a-ko-wo (??).
-ον
1 no rasurado, no afeitado de la barba ὑπήνη Ar.V.476
•no rasurado, intonso del cabello κρατὸς δ' ἄ. νῶτα καλλυνεῖ intonso en su cabellera cubrirá su espalda Lyc.976, διὰ τὸ ἀκούρους φυλάττειν τὰς κεφαλάς como etím. de Ἀκαρνᾶνες Str.10.3.6.
2 no afeitado todavía, imberbe ref. un adolescente ICallatis 135.3 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 78] 1) ohne Sohn, Hom. einmal, Od. 7, 64. – 2) ungeschoren, ὑπήνη Ar. Vesp. 477; φόβη Lyc. 976.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans enfants.
Étymologie: ἀ, κοῦρος.
Russian (Dvoretsky)
ἄκουρος: не имеющий сыновей Hom.
нестриженный (ὑπήνη Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄκουρος: -ον, (κοῦρος ἀντί κόρος) = ἄνευ τέκνου, ἄνευ ἄρρενος κληρονόμου, Ὀδ. Η. 64. ΙΙ. (κουρά) = ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρημένος, Ἀριστοφ. Σφ. 477, Λυκόφρ. 976., Στράβ.
English (Autenrieth)
(κοῦρος): without male heir, Od. 7.64†.
Greek Monolingual
(I)
ἄκουρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει παιδιά και κυρίως αρσενικό κληρονόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κοῦρος «αγόρι»].
(II)
–ο, (Α ἄκουρος, -ον) κουρά
ακούρευτος, αξύριστος
νεοελλ.
1. «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από κάθε τάξη και κάθε ηλικία
2. (γι’ αυτόν που πρόκειται να «καρῇ μοναχὸς») αυτός που δεν πήρε ακόμη το μοναχικό σχήμα με την τελετή της κουράς.
Greek Monotonic
ἄκουρος: -ον (κοῦρος Ιων. αντί κόρος),
I. αυτός που δεν έχει αρσενικό διάδοχο ή κληρονόμο, σε Ομήρ. Οδ.
II. (κουρά), αξύριστος, ακούρευτος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
κοῦρος ionic for κόρος
I. without male heir, Od.
II. (κουρά) unshaven, unshorn, Ar.