κακοτυχής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κακοτυχής]], -ές)<br />αυτός που έχει κακή [[τύχη]], [[κακότυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακοτυχές</i><br />η [[κακοτυχία]] («τὸ δὲ δὴ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύχη]]), [[πρβλ]]. <i>σκληρο</i>-<i>τυχής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[κακοτυχής]], -ές)<br />αυτός που έχει κακή [[τύχη]], [[κακότυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακοτυχές</i><br />η [[κακοτυχία]] («τὸ δὲ δὴ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύχη]]), [[πρβλ]]. [[σκληροτυχής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:40, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοτῠχής Medium diacritics: κακοτυχής Low diacritics: κακοτυχής Capitals: ΚΑΚΟΤΥΧΗΣ
Transliteration A: kakotychḗs Transliteration B: kakotychēs Transliteration C: kakotychis Beta Code: kakotuxh/s

English (LSJ)

ές, unfortunate, used by E. in lyr., Med. 1274, Hipp. 669 ; Sup., ib. 679 ; τὸ κ., = κακοτυχία (misfortune), Id. HF 133 ; κ. καὶ ἄθλιον γένος Sch. rec. A. Pers. 1013, cf. Cat.Cod.Astr. 8(4).142.

German (Pape)

[Seite 1304] ές, unglücklich; ἰὼ κακοτυχὲς γύναι Eur. Med. 1274; πότμοι γυναικῶν Hipp. 669; τὸ κ., das Unglück, Herc. f. 133.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
malheureux.
Étymologie: κακός, τύχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοτυχής -ές [κακός, τύχη] ongelukkig, onfortuinlijk.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοτῠχής: несчастливый, злополучный (πότμοι Eur.); несчастный (γυνή Eur.): τὸ κακοτυχές Eur. злой рок, несчастье.

Greek Monolingual

-ές (Α κακοτυχής, -ές)
αυτός που έχει κακή τύχη, κακότυχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοτυχές
η κακοτυχία («τὸ δὲ δὴ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τυχής (< τύχη), πρβλ. σκληροτυχής].

Greek Monotonic

κᾰκοτῠχής: -ές (τύχη), κακότυχος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτῠχής: -ές, «κακότυχος», ἀντίθετον τῷ εὐτυχής, Εὐρ. Μήδ. 1274, Ἱππ. 669, Ἱκέτ., αὐτόθι 679· τὸ κακοτυχὲς = τῷ ἑπομ., ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 133.

Middle Liddell

κᾰκο-τῠχής, ές τύχη
unfortunate, Eur.