ὀκλάξ: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀκλάξ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[οκλαδόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀκλάζω]] «[[κάθομαι]] με κεκαμμένα τα σκέλη», αναλογικά [[προς]] τα επιρρ. σε –<i>ξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γνυ</i>-<i>ξ</i>, <i>λα</i>-<i>ξ</i>)].
|mltxt=[[ὀκλάξ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[οκλαδόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀκλάζω]] «[[κάθομαι]] με κεκαμμένα τα σκέλη», αναλογικά [[προς]] τα επιρρ. σε –<i>ξ</i> (<b>πρβλ.</b> [[γνυξ]], [[λαξ]])].
}}
}}

Revision as of 08:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκλάξ Medium diacritics: ὀκλάξ Low diacritics: οκλάξ Capitals: ΟΚΛΑΞ
Transliteration A: okláx Transliteration B: oklax Transliteration C: oklaks Beta Code: o)kla/c

English (LSJ)

Adv., = ὀκλαδόν, Hp.Haem.4; ὀ. καθῆσθαι squat down, Pherecr.75, cf. A.R.3.1308, Arat.517 (f.l. for ὀκλάς), Sor.1.61, Gal. UP3.15, Luc.Lex.11.

German (Pape)

[Seite 315] = ὀκλαδόν; παρακαθήμενος, Luc. Lex. 11; auch ὀκλάς, Gramm.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ὀκλαδιστί.
Étymologie: DELG ὀ-, κλάω².

Russian (Dvoretsky)

ὀκλάξ: adv. Luc. = ὀκλαδιστί.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκλάξ: Ἐπίρρ., = ὀκλαδόν, Ἱππ. 893Β· ὀκλὰξ καθῆσθαι, ὀκλάζω, κάθημαι μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 10, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1308, Ἄρατ. 517, Λουκ. Λεξιφ. 11.

Greek Monolingual

ὀκλάξ (Α)
επίρρ. οκλαδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω «κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη», αναλογικά προς τα επιρρ. σε –ξ (πρβλ. γνυξ, λαξ)].