πειθήμων: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, -ονος, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[πειθήνιος]], [[υπάκουος]], [[ευπειθής]], [[πειθαρχικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πείθει, [[πειστικός]], [[καταπειστικός]] («πειθήμονι φωνῇ», Τρυφιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήμων]] ( | |mltxt=-ον, -ονος, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[πειθήνιος]], [[υπάκουος]], [[ευπειθής]], [[πειθαρχικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πείθει, [[πειστικός]], [[καταπειστικός]] («πειθήμονι φωνῇ», Τρυφιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήμων]] ([[πρβλ]]. [[αιδήμων]], [[ελεήμων]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A persuaded, obedient, Nonn.D.24.171,34.92, al.; μῦθος ib.8.165. II persuading, convincing, φωνή Tryph. 456.
German (Pape)
[Seite 543] ονος, gehorsam, folgsam, τινί, Sp., wie N. T.; Christod. 1, 12; auch überredend, überzeugend, Tryphiod. 455.
Russian (Dvoretsky)
πειθήμων: 2, gen. ονος послушный, покорный (τινί Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πειθήμων: -ον, ὁ ὑπακούων, εὐπειθής, τινὶ Ἀνθ. Π. 2. 12. 2) ὁ ἔχων πίστιν, πιστεύων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 15, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., καταπείθων, πειστικός, Wern εἰς Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 455.
Greek Monolingual
-ον, -ονος, Α
(ποιητ. τ.)
1. πειθήνιος, υπάκουος, ευπειθής, πειθαρχικός
2. αυτός που πείθει, πειστικός, καταπειστικός («πειθήμονι φωνῇ», Τρυφιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + κατάλ. -ήμων (πρβλ. αιδήμων, ελεήμων)].