πάμπρεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[πάμπρεπτος]], -ον (Α)<br />ο [[τελείως]] [[ξεχωριστός]], [[λαμπρότατος]] («παμπρέπτοις ἐν ἕδραισιν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πρεπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), | |mltxt=[[πάμπρεπτος]], -ον (Α)<br />ο [[τελείως]] [[ξεχωριστός]], [[λαμπρότατος]] («παμπρέπτοις ἐν ἕδραισιν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πρεπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. [[εύπρεπτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:40, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, all-conspicuous, ἕδραι A.Ag.117(lyr.).
German (Pape)
[Seite 454] sehr ausgezeichnet, ἕδρα, Aesch. Ag. 117.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
visible pour tous, bien en vue.
Étymologie: πᾶν, πρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάμπρεπτος -ον [πᾶς, πρέπω] zeer opvallend.
Russian (Dvoretsky)
πάμπρεπτος: великолепный (ἕδραι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πάμπρεπτος: -ον, περίβλεπτος, λαμπρότατος, ἕδραι Αἰσχύλου Ἀγ. 117· πρβλ. εὔπρεπτος.
Greek Monolingual
πάμπρεπτος, -ον (Α)
ο τελείως ξεχωριστός, λαμπρότατος («παμπρέπτοις ἐν ἕδραισιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πρεπτός (< πρέπω), πρβλ. εύπρεπτος].
Greek Monotonic
πάμπρεπτος: -ον (πρέπω), περίλαμπρος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
πάμπρεπτος, ον, πρέπω
all-conspicuous, Aesch.