πολύτεκνος: Difference between revisions

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτεκνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] [[τέκνα]], ο [[γονέας]] πολλών παιδιών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ο [[γονέας]] τεσσάρων, [[τουλάχιστον]], τέκνων, αριθμό τον οποίο [[πρόσφατος]] [[νόμος]] περιόρισε σε [[τρία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που απαρτίζεται από [[πολλά]] [[τέκνα]] («[[πολύτεκνος]] [[γενέθλη]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] τών ποταμών) αυτός που με τα νερά του καθιστά τη γη εύφορη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεκνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέκνον]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>τεκνος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτεκνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] [[τέκνα]], ο [[γονέας]] πολλών παιδιών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ο [[γονέας]] τεσσάρων, [[τουλάχιστον]], τέκνων, αριθμό τον οποίο [[πρόσφατος]] [[νόμος]] περιόρισε σε [[τρία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που απαρτίζεται από [[πολλά]] [[τέκνα]] («[[πολύτεκνος]] [[γενέθλη]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] τών ποταμών) αυτός που με τα νερά του καθιστά τη γη εύφορη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεκνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέκνον]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πρβλ]]. [[καλλίτεκνος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτεκνος Medium diacritics: πολύτεκνος Low diacritics: πολύτεκνος Capitals: ΠΟΛΥΤΕΚΝΟΣ
Transliteration A: polýteknos Transliteration B: polyteknos Transliteration C: polyteknos Beta Code: polu/teknos

English (LSJ)

ον, A bearing many children, prolific, Τηθύς A.Pr.137 (anap.), cf. Arist.HA616b10. 2 consisting in many children, γενέθλη Nonn.D.25.561. II epithet of rivers, giving increase, A.Supp.1027 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 674] viele Kinder habend; Τηθύς, Aesch. Prom. 137; auch ποταμοί, Suppl. 1008; Eur. Med. 557; Niobe, Antp. Sid. 43 (Plan. 133), u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
1 qui a un grand nombre d'enfants ; ἅμιλλα πολύτεκνος EUR le désir d'avoir beaucoup d'enfants;
2 fig. très fécondant, fertilisant.
Étymologie: πολύς, τέκνον.

Russian (Dvoretsky)

πολύτεκνος:
1 имеющий большое потомство, многодетный (Τηθύς Aesch.; οἱ πελασγικοὶ - v.l. πελάγιοι - θεοί Plut.);
2 плодовитый (sc. ὄρνις Arst.);
3 оплодотворяющий, жизнетворный (ποταμός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύτεκνος: -ον, ὁ γεννῶν πολλὰ τέκνα, γόνιμος, Αἰσχύλ. Πρ. 137, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 15, 3· ἴδε ἐν λ. ἅμιλλα. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1029, ὡς ἐπίθ. ποταμῶν, γονιμοποιῶν, εὔφορον ποιῶν τὴν γῆν (;).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύτεκνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά τέκνα, ο γονέας πολλών παιδιών
νεοελλ.
(νομ.) ο γονέας τεσσάρων, τουλάχιστον, τέκνων, αριθμό τον οποίο πρόσφατος νόμος περιόρισε σε τρία
μσν.-αρχ.
αυτός που απαρτίζεται από πολλά τέκναπολύτεκνος γενέθλη», Νόνν.)
αρχ.
(κυρίως ως προσωνυμία τών ποταμών) αυτός που με τα νερά του καθιστά τη γη εύφορη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. καλλίτεκνος].

Greek Monotonic

πολύτεκνος: -ον, αυτός που έχει πολλά παιδιά, γόνιμος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πολύ-τεκνος, ον,
with many children, prolific, Aesch.