σημάδι: Difference between revisions
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
(37) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[σημάδιον]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σημείο]], [[σήμα]], [[ένδειξη]] (α. «έβαλα [[σημάδι]] για να [[θυμάμαι]] το [[μέρος]]» β. «κι ό,τι [[σημάδι]] [[θέλω]] δει να σού το πω και [[σένα]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στόχος]] για [[βολή]], [[σκοπόσημο]] («δεν [[βλέπω]] [[καθαρά]] το [[σημάδι]]»)<br /><b>3.</b> σωματικό [[γνώρισμα]] («πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης. -Έχεις [[ελιά]] στο [[στήθος]] σου κι [[ελιά]] στην αμασχάλη», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>4.</b> [[ουλή]] («η ευλογιά του άφησε σημάδια στο [[πρόσωπο]]»)<br /><b>5.</b> [[ίχνος]], [[χνάρι]], [[αποτύπωμα]]<br /><b>6.</b> [[ένδειξη]] για το [[μέλλον]], [[οιωνός]] («αυτό [[είναι]] [[κακό]] [[σημάδι]]»)<br /><b>7.</b> <b>μουσ.</b> [[σημαδόφωνο]]<br /><b>8.</b> [[είδος]] λαϊκού παιχνιδιού, αλλ. [[ριζικάρι]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ρίχνω]] στο [[σημάδι]]» — ασκούμαι στην [[σκοποβολή]]<br />β) «τον έχω στο [[σημάδι]]» — τον [[χρησιμοποιώ]] ως στόχο, επιτίθεμαι [[συνεχώς]] [[εναντίον]] του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ενέχυρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σημαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άδι</i>(<i>ον</i>), | |mltxt=το / [[σημάδιον]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σημείο]], [[σήμα]], [[ένδειξη]] (α. «έβαλα [[σημάδι]] για να [[θυμάμαι]] το [[μέρος]]» β. «κι ό,τι [[σημάδι]] [[θέλω]] δει να σού το πω και [[σένα]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στόχος]] για [[βολή]], [[σκοπόσημο]] («δεν [[βλέπω]] [[καθαρά]] το [[σημάδι]]»)<br /><b>3.</b> σωματικό [[γνώρισμα]] («πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης. -Έχεις [[ελιά]] στο [[στήθος]] σου κι [[ελιά]] στην αμασχάλη», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>4.</b> [[ουλή]] («η ευλογιά του άφησε σημάδια στο [[πρόσωπο]]»)<br /><b>5.</b> [[ίχνος]], [[χνάρι]], [[αποτύπωμα]]<br /><b>6.</b> [[ένδειξη]] για το [[μέλλον]], [[οιωνός]] («αυτό [[είναι]] [[κακό]] [[σημάδι]]»)<br /><b>7.</b> <b>μουσ.</b> [[σημαδόφωνο]]<br /><b>8.</b> [[είδος]] λαϊκού παιχνιδιού, αλλ. [[ριζικάρι]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ρίχνω]] στο [[σημάδι]]» — ασκούμαι στην [[σκοποβολή]]<br />β) «τον έχω στο [[σημάδι]]» — τον [[χρησιμοποιώ]] ως στόχο, επιτίθεμαι [[συνεχώς]] [[εναντίον]] του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ενέχυρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σημαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άδι</i>(<i>ον</i>), [[πρβλ]]. [[φυλλάδιον]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:38, 10 May 2023
Greek Monolingual
το / σημάδιον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. σημείο, σήμα, ένδειξη (α. «έβαλα σημάδι για να θυμάμαι το μέρος» β. «κι ό,τι σημάδι θέλω δει να σού το πω και σένα», Ερωτόκρ.)
2. στόχος για βολή, σκοπόσημο («δεν βλέπω καθαρά το σημάδι»)
3. σωματικό γνώρισμα («πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης. -Έχεις ελιά στο στήθος σου κι ελιά στην αμασχάλη», δημ. τραγούδι)
4. ουλή («η ευλογιά του άφησε σημάδια στο πρόσωπο»)
5. ίχνος, χνάρι, αποτύπωμα
6. ένδειξη για το μέλλον, οιωνός («αυτό είναι κακό σημάδι»)
7. μουσ. σημαδόφωνο
8. είδος λαϊκού παιχνιδιού, αλλ. ριζικάρι
9. φρ. α) «ρίχνω στο σημάδι» — ασκούμαι στην σκοποβολή
β) «τον έχω στο σημάδι» — τον χρησιμοποιώ ως στόχο, επιτίθεμαι συνεχώς εναντίον του
μσν.-αρχ.
ενέχυρο
αρχ.
σημαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα + υποκορ. κατάλ. -άδι(ον), πρβλ. φυλλάδιον].