μυθολόγος: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mythologos | |Transliteration C=mythologos | ||
|Beta Code=muqolo/gos | |Beta Code=muqolo/gos | ||
|Definition=ὁ, [[teller of legends]], [[romancer]], joined with [[ποιητής]], Pl. ''R.'' 392d, cf. 398b, ''Lg.'' 664d, Thphr. ''HP'' 4.13.2, LXX Ba. 3.23; used of Hdt. by Arist. ''GA'' 756b6. ''Adj.'' [[mythological]], [[μνήμη]] Call. ''Aet.'' 3.1.55.<br><b class="num"></b>[[prating]], Man. 4.445. | |Definition=ὁ, [[teller of legends]], [[romancer]], joined with [[ποιητής]], Pl. ''R.'' 392d, cf. 398b, ''Lg.'' 664d, Thphr. ''HP'' 4.13.2, [[LXX]] Ba. 3.23; used of Hdt. by Arist. ''GA'' 756b6. ''Adj.'' [[mythological]], [[μνήμη]] Call. ''Aet.'' 3.1.55.<br><b class="num"></b>[[prating]], Man. 4.445. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0215.png Seite 215]] der Fabeln, Götter- od. Sagengeschichten erzählt, καὶ [[ποιητής]], Plat. Rep. III, 398 b; Legg. II, 664 d; Sp., wie Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0215.png Seite 215]] der Fabeln, Götter- od. Sagengeschichten erzählt, καὶ [[ποιητής]], Plat. Rep. III, 398 b; Legg. II, 664 d; Sp., wie Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui compose des fables]], [[mythologue]].<br />'''Étymologie:''' [[μῦθος]], [[λέγω]]³. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῡθολόγος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[рассказчик мифов]], [[сказочник]], [[мифолог]] (μ. καὶ [[ποιητής]] Plat.).<br />мифический, сказочный (ᾠδαί Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυθολόγος''': ὁ, ὁ διηγούμενος μύθους, μνημονεύων ἀρχαίας παραδόσεις, συνάπτεται μετὰ τοῦ [[ποιητής]], Πλάτ. Πολ. 392D, 398Β· λεγόμενον περὶ τοῦ Ἡροδ. ὑπὸ τοῦ Ἀριστ., π. Ζ. Γεν. 3. 5, 16· - ὡς ἐπίθ., ᾠδαὶ μ. Πλάτ. Νόμ. 664D. ΙΙ. [[φλύαρος]] [[ἄνθρωπος]], [[λάλος]], Μανέθων 4. 445. | |lstext='''μυθολόγος''': ὁ, ὁ διηγούμενος μύθους, μνημονεύων ἀρχαίας παραδόσεις, συνάπτεται μετὰ τοῦ [[ποιητής]], Πλάτ. Πολ. 392D, 398Β· λεγόμενον περὶ τοῦ Ἡροδ. ὑπὸ τοῦ Ἀριστ., π. Ζ. Γεν. 3. 5, 16· - ὡς ἐπίθ., ᾠδαὶ μ. Πλάτ. Νόμ. 664D. ΙΙ. [[φλύαρος]] [[ἄνθρωπος]], [[λάλος]], Μανέθων 4. 445. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῡθολόγος:''' ὁ ([[λέγω]]), [[αφηγητής]] θρυλικών ιστοριών, [[αφηγητής]] με τη γενική [[έννοια]] του όρου, σε Πλάτ. | |lsmtext='''μῡθολόγος:''' ὁ ([[λέγω]]), [[αφηγητής]] θρυλικών ιστοριών, [[αφηγητής]] με τη γενική [[έννοια]] του όρου, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 08:25, 11 May 2023
English (LSJ)
ὁ, teller of legends, romancer, joined with ποιητής, Pl. R. 392d, cf. 398b, Lg. 664d, Thphr. HP 4.13.2, LXX Ba. 3.23; used of Hdt. by Arist. GA 756b6. Adj. mythological, μνήμη Call. Aet. 3.1.55.
prating, Man. 4.445.
German (Pape)
[Seite 215] der Fabeln, Götter- od. Sagengeschichten erzählt, καὶ ποιητής, Plat. Rep. III, 398 b; Legg. II, 664 d; Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui compose des fables, mythologue.
Étymologie: μῦθος, λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
μῡθολόγος: II ὁ рассказчик мифов, сказочник, мифолог (μ. καὶ ποιητής Plat.).
мифический, сказочный (ᾠδαί Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μυθολόγος: ὁ, ὁ διηγούμενος μύθους, μνημονεύων ἀρχαίας παραδόσεις, συνάπτεται μετὰ τοῦ ποιητής, Πλάτ. Πολ. 392D, 398Β· λεγόμενον περὶ τοῦ Ἡροδ. ὑπὸ τοῦ Ἀριστ., π. Ζ. Γεν. 3. 5, 16· - ὡς ἐπίθ., ᾠδαὶ μ. Πλάτ. Νόμ. 664D. ΙΙ. φλύαρος ἄνθρωπος, λάλος, Μανέθων 4. 445.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μυθολόγος)
αυτός που διηγείται μύθους, παλαιές ιστορίες και παραδόσεις
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη μυθολογία
(μσν. -αρχ.) αυτός που πλάθει με τη φαντασία του και διηγείται ψεύτικες ιστορίες, ο παραμυθάς
αρχ.
1. ως επίθ. μυθολογικός
2. φλύαρος, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + -λόγος].
Greek Monotonic
μῡθολόγος: ὁ (λέγω), αφηγητής θρυλικών ιστοριών, αφηγητής με τη γενική έννοια του όρου, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μῡθο-λόγος, ὁ, λέγω
a teller of legends, romancer, Plat.