πλώιμος: Difference between revisions
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
(CSV import) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πλώϊμος]], -ον ΝΜΑ<br />ο [[πλόιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλώω]] «[[πλέω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> ( | |mltxt=-η, -ο / [[πλώϊμος]], -ον ΝΜΑ<br />ο [[πλόιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλώω]] «[[πλέω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. [[πλόιμος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 15:55, 11 May 2023
English (LSJ)
or πλόϊμος, ον, (πλώω) A fit for sailing: 1 of a ship, seaworthy, Th.1.29,50, 2.13, D.56.23, etc.; also, fit for shipbuilding, τῶν ξύλων τὰ -ώτατα Plu.2.676a. 2 of navigation, ἤδη πλωϊμωτέρων ὄντων as navigation advanced, as circumstances became favourable for navigation, Th.1.7, cf. 8; but πλωΐμων γενομένων when the weather was fit for sailing, D.H.1.63; τὴν θάλατταν ἐκ Διονυσίων π. εἶναι Thphr.Char.3.3; τῆς ὥρας ἐστὶ τὰ π. Hld. 5.21. 3 of a river, navigable, ῥαπτοῖς πλοίοις Str.7.4.1. 4 of goods, sea-borne, Just.Nov.163.2.—Most codd. of Th. and D. give πλόϊμος (also found in Thphr.l.c.), though in Th. they give πλωΐζω.
Greek (Liddell-Scott)
πλώιμος: ἢ πλόϊμος, ον, (πλώω) ἐπιτήδειος πρὸς πλοῦν· 1) ἐπὶ πλοίου, τὸ εἰς πλοῦν κατάλληλον, τὸ δυνάμενον νὰ πλεύσῃ, Θουκ. 1. 29, 50., 2. 13, Δημ. 1290. 1, κτλ.· ὡσαύτως, ξύλα πλ., κατάλληλα εἰς ναυπηγίαν, Πλούτ. 2. 676Α. 2) ἐπὶ τῆς ναυτιλίας, πλωιμωτέρων γενομένων ἢ ὄντων, ἐπειδὴ ἡ ναυτιλία προώδευσεν, αἱ περιστάσεις ἐγένοντο μᾶλλον εὐνοϊκαὶ πρὸς ναυτιλίαν, Θουκ. 1. 7, 8· ― ἀλλά, πλωίμων γενομένων, ὅτε ὁ καιρὸς ἐγένετο κατάλληλος πρὸς πλοῦν, Διον. Ἁλ. 1. 63 οὕτω· τὴν θάλατταν ἐκ τῶν Διονυσίων πλ. εἶναι Θεοφρ. Χαρακτ. 3· τῆς ὥρας ἐστὶ τὰ πλώιμα Ἡλιόδ. 5. 21. ― Τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Θουκ. καὶ Δημ. συμφωνοῦσιν ἔχοντα τὸν τύπον πλόϊμος, ἂν καὶ τὰ τοῦ Θουκ. ἔχουσι τὸ ῥῆμα πλωΐζω· ― ὁ Σοφ. λέγει, πέλαγος οὐ πλώσιμον, Ο. Κ. 663· ὁ Σουΐδ. πλοϊκὴ θάλασσα. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 539.
Greek Monolingual
-η, -ο / πλώϊμος, -ον ΝΜΑ
ο πλόιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλώω «πλέω» + κατάλ. -ιμος (πρβλ. πλόιμος)].
Middle Liddell
πλώιμος, ορ πλόϊμος, ον, πλώω
fit for sailing:
1. of a ship, fit for sea, seaworthy, Thuc.
2. of navigation, πλωιμωτέρων γενομένων or ὄντων as navigation advanced, as circumstances became favourable for navigation, Thuc.
Mantoulidis Etymological
(=κατάλληλος γιά πλεύσιμο). Ἀπό τό πλώω, ἰων. τοῦ πλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.