Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποτίστρα: Difference between revisions

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[ποτιστρέα]], Α<br /><b>1.</b> [[μέρος]] όπου πίνουν [[νερό]] τα ζώα<br /><b>2.</b> [[σκάφη]] για το [[πότισμα]] τών ζώων<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ποτιστήρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωλήνωση]] για τη [[μεταφορά]] νερού σε [[οικία]]<br /><b>2.</b> [[εγκατάσταση]] για την [[άρδευση]] τών αγρών, [[υδραγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποτίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κρεμάσ</i>-<i>τρα</i>)].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[ποτιστρέα]], Α<br /><b>1.</b> [[μέρος]] όπου πίνουν [[νερό]] τα ζώα<br /><b>2.</b> [[σκάφη]] για το [[πότισμα]] τών ζώων<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ποτιστήρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωλήνωση]] για τη [[μεταφορά]] νερού σε [[οικία]]<br /><b>2.</b> [[εγκατάσταση]] για την [[άρδευση]] τών αγρών, [[υδραγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποτίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[κρεμάστρα]])].
}}
}}

Revision as of 16:04, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτίστρα Medium diacritics: ποτίστρα Low diacritics: ποτίστρα Capitals: ΠΟΤΙΣΤΡΑ
Transliteration A: potístra Transliteration B: potistra Transliteration C: potistra Beta Code: poti/stra

English (LSJ)

ἡ, A watering-place, drinking-trough, Call.Dian.50, D.S.3.17, Str.8.3.31, Al.Ex.2.16, PFlor.50.107 (iii A.D.). 2 conduit or channel, CPR121.1 (pl., iii A.D.), PTeb.374.14 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 690] ἡ, die Tränke, Callim. H. Dian. 50; Strab. 8, 3, 31; D. Sic. 3, 17.

Russian (Dvoretsky)

ποτίστρα:водопой Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ποτίστρα: ἡ, μέρος πρὸς πότισμα, σκάφη πρὸς ποτισμὸν ζῴων, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 50, Διόδ. 3. 17, Στράβ. 356· ὡσαύτως ποτιστρίς, ίδος, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 4, 890. Πρβλ. πίστρα.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ποτιστρέα, Α
1. μέρος όπου πίνουν νερό τα ζώα
2. σκάφη για το πότισμα τών ζώων
νεοελλ.
το ποτιστήρι
αρχ.
1. σωλήνωση για τη μεταφορά νερού σε οικία
2. εγκατάσταση για την άρδευση τών αγρών, υδραγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάστρα)].