πύσμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ατος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[ερώτηση]] που απαιτεί απλή και σύντομη [[απάντηση]]<br /><b>2.</b> ερωτηματικό [[μόριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>πυθ</i>-<i>σμα</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πυθ</i>- του <i>πυ</i>-<i>ν</i>-<i>θάνομαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σμα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πεῖ</i>-<i>σμα</i>)].
|mltxt=-ατος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[ερώτηση]] που απαιτεί απλή και σύντομη [[απάντηση]]<br /><b>2.</b> ερωτηματικό [[μόριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>πυθ</i>-<i>σμα</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πυθ</i>- του <i>πυ</i>-<i>ν</i>-<i>θάνομαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σμα</i> ([[πρβλ]]. [[πεῖσμα]])].
}}
}}

Revision as of 16:10, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύσμα Medium diacritics: πύσμα Low diacritics: πύσμα Capitals: ΠΥΣΜΑ
Transliteration A: pýsma Transliteration B: pysma Transliteration C: pysma Beta Code: pu/sma

English (LSJ)

ατος, τό, (πυνθάνομαι) A question, Ph.1.99, al., Plu.2.408c (pl.): distinguished from ἐρώτημα, as requiring an explanatory answer, and not merely assent or dissent, S.E.P.1.189, Alex.Fig.1.23, Anon.Fig. 18p.179S. II interrogative particle, A.D.Synt.307.12, al.

German (Pape)

[Seite 826] τό, das Erfragte, die Frage; Plut. de Pyth. or. 28; vgl. S. Emp. adv. log. 2, 71.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
interrogation.
Étymologie: πυνθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

πύσμα: ατος τό πυνθάνομαι
1 вопрос Plut., Sext.;
2 грам. вопросительная частица.

Greek (Liddell-Scott)

πύσμα: τό, (πυνθάνομαι) ἐρώτησις δεομένη ἁπλῆς καὶ συντόμου ἀποκρίσεως, Πλούτ. 2. 408C· διάφορον τοῦ ἐρώτημα, καθ’ ὅσον ἀπαιτεῖ ἀπόκρισιν μετὰ προσθέτου ἐξηγήσεως καὶ οὐχὶ μόνον κατάφασιν ἢ ἄρνησιν, ἴδε Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 189· «πύσμα δέ ἐστι, πρὸς ὃ διεξοδικῶς ἀπαντῆσαι δεῖ καὶ διὰ πλειόνων» Ἀλέξανδρος περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσ: (Walz) τ. 8. σ. 455, 704. ΙΙ. ἐρωτηματικὸν μόριον Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 304.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α
1. ερώτηση που απαιτεί απλή και σύντομη απάντηση
2. ερωτηματικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. πυθ-σμα < θ. πυθ- του πυ-ν-θάνομαι + επίθημα -σμα (πρβλ. πεῖσμα)].