σειραῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> δεμένος με [[σχοινί]] ή ιμάντα<br /><b>2.</b> (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το [[άλογο]] στην [[άμαξα]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από πλεγμένο [[σχοινί]] («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σειρά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αῖος</i>)].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> δεμένος με [[σχοινί]] ή ιμάντα<br /><b>2.</b> (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το [[άλογο]] στην [[άμαξα]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από πλεγμένο [[σχοινί]] («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σειρά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[πηγαῖος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:15, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σειραῖος Medium diacritics: σειραῖος Low diacritics: σειραίος Capitals: ΣΕΙΡΑΙΟΣ
Transliteration A: seiraîos Transliteration B: seiraios Transliteration C: seiraios Beta Code: seirai=os

English (LSJ)

α, ον, (σειρά) A joined by a cord or joined by a band, ἵππος σειραῖος = σειραφόρος, S.El.722; δυσὶ γὰρ ἵπποις . . τρίτος παρείπετο σ… ῥυτῆρσι συνεχόμενος D.H.7.73; νῶτα σειραίον (sc. ἵππου) cj. for σειρίου in E.Fr.779.8; σειραῖος ἱμάς = the attaching trace of the horse, Poll.1.148; cf. ὑποσειραῖος. 2 of cord, twisted, βρόχοι E.HF1009; μήρινθος Orph.A.241.

German (Pape)

[Seite 868] am Seile; gew. ἵππος σ., das Handpferd, das an der Leine zieht, Suid. ὁ ἔξω τοῦ ζυγοῦ, ὁ δεξιός; Soph. El. 712; übertr., das rechte von zwei Jochpferden, ὑπὸ σειραίοις ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα, Eur. Herc. Fur. 446, neben sich herführend; σειραῖος ἱμάς, der Riemen vom Handpferde, Poll. 1, 148; σειραίη μήρινθος, Orph. Arg. 241.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
attaché par des traits ou par une longe : ἵππος cheval de trait ou cheval de main.
Étymologie: σειρά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σειραῖος -α -ον [σειρά] met een touw verbonden:. σειραῖος ἵππος erbij gespannen paard Soph. El. 722; δεσμὰ σειραίων βρόχων een band van in elkaar gedraaide touwen Eur. HF 1009.

Russian (Dvoretsky)

σειραῖος:
1 пристяжной или подручный (ἵππος Soph.);
2 сделанный из крученой веревки, веревочный (βρόχοι Eur.).
II ὁ (sc. ἵππος) пристяжная или подручная лошадь Eur.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. δεμένος με σχοινί ή ιμάντα
2. (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το άλογο στην άμαξα
3. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλεγμένο σχοινί («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαῖος)].

Greek Monotonic

σειραῖος: -α, -ον (σειρά),
1. δεμένος με σχοινί ή δεσμά, ἵππος σειραῖος = σειραφόρος, σε Σοφ.
2. λέγεται για σχοινί, συστραμμένος, στριφογυρισμένος, αυτός που έχει θηλειές, βρόχους, δεμένος με σχοινί, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σειραῖος: -α, -ον, (σειρὰ) ὁ πρσοδεδεμένος διὰ σειρᾶς, σχοινίου ἢ δεσμοῦ, ἵππος σ. = σειραφόρος, Σοφ. Ἠλ. 722· δυσὶ γὰρ ἵπποις.. τρίτος παρείπετο σ.. ῥυτῆρσι συνεχόμενος Διον. Ἁλ. 7. 73· νῶτα σειραίου (δηλ. ἵππου) Εὐρ. Ἀποσπ. 779. 8· σ. ἱμάς, δι’ οὗ ὁ ἵππος προσδένεται εἰς τὴν ἅμαξαν, Πολυμ. Α΄, 148· πρβλ. ὑποσειραῖος. 2) ὁ ἐκ συνεστραμμένου ἢ συγκεκλωσμένου σχοινίου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1011· μήρινθος Ὀρφ. Ἀργ. 241.

Middle Liddell

σειραῖος, η, ον σειρά
1. joined by a cord or band, ἵππος ς. = σειραφόρος, Soph.
2. of cord, twisted, βρόχοι Eur.